Εν μέσω νέων απειλών και προειδοποιήσεων βρίσκεται η Ελλάδα, την ώρα που μια καινούργια κυβέρνηση προσπαθεί να επαναφέρει σε τροχιά το πρόγραμμα και η υποσχεθείσα από τον Ιούλιο του 2011 τεχνική βοήθεια, το «ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ», προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα.
Μετά τις επαφές του επικεφαλής της Ομάδας Δράσης της ΕΕ, Χορστ Ράιχενμπαχ, την εβδομάδα που πέρασε σειρά πήρε ο Επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ, Γιοχάνες Χαν, που ήδη κατέληξε σε συμπεράσματα.
Σύμφωνα με τον Χαν, που έδωσε συνέντευξη στην Αθήνα, «μεγαλύτερο εμπόδιο για την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, που πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα η ελληνική κυβέρνηση, είναι η σύγχυση ευθυνών, δηλαδή οι συναρμοδιότητες μεταξύ υπουργείων, αλλά και μεταξύ τοπικής, περιφερειακής και κεντρικής διοίκησης».
Ο κ. Χαν διαπίστωσε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων για την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, λόγω της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, αλλά εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η νέα κυβέρνηση δουλεύει σκληρά και είναι αφοσιωμένη στο έργο της.
Ως κραυγαλέο παράδειγμα καθυστέρησης ανέφερε τη χαμηλή απορρόφηση πόρων από το Κοινωνικό Ταμείο προς όφελος των ανέργων.
«Διερωτώμαι», ανέφερε, «μια χώρα που αντιμετωπίζει τόσο μεγάλη ανεργία, πώς έχει ποσοστό απορρόφησης των κοινωνικών ταμείων χαμηλότερο από το μέσον όρο της ΕΕ». Πρόσθεσε πως για τους ίδιους λόγους παρατηρείται καθυστέρηση στην υλοποίηση των έργων που αφορούν στην διαχείριση απορριμμάτων, το κτηματολόγιο, τη διαχείριση των αυτοκινητοδρόμων.
Πάντως, σε ό,τι αφορά τα έργα που εκκρεμούν από το προηγούμενο πλαίσιο χρηματοδότηση και την ενδεχόμενη απειλή απώλειας κονδυλίων, εξέφρασε την πεποίθηση ότι πάνω από το 90% αυτών των έργων μπορούν να υλοποιηθούν εντός των προθεσμιών, ενώ έχει σημειωθεί πρόοδος η οποία θα συνεχιστεί από την παρούσα κυβέρνηση. Επανάλαβε ωστόσο την ανάγκη για καλύτερη κατανομή των ευθυνών εντός της διοίκησης.
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά συγχρηματοδότησης, είπε ότι η πρόταση της Επιτροπής για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, αφορά ευρωπαϊκή συμμετοχή 85%, έναντι του 95% που ισχύει σήμερα και έναντι του 75% που ίσχυε προ ελληνικής κρίσης. Για τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στην ελληνική αναπτυξιακή προσπάθεια σημείωσε, ότι η συμφωνία δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά την επόμενη εβδομάδα, κατά την επίσκεψη του προέδρου της, οι διαφορές θα επιλυθούν.
Αναφερόμενος στις επαφές που είχε με μέλη της κυβέρνησης, σημείωσε μεταξύ άλλων πως με τον υπουργό Ανάπτυξης μίλησαν για τον κατάλογο προτεραιοτήτων και την πορεία υλοποίησης των 181 έργων, ύψους 11 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 15, ύψους 250 εκατ. ευρώ, έχουν ολοκληρωθεί, τα 100 κινούνται εντός προθεσμιών, ενώ για τα υπόλοιπα είπε χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να δούμε πώς θα προχωρήσουν». Στην ατζέντα των δύο πολιτικών ήταν, επίσης, το θέμα της παραχώρησης αυτοκινητόδρομων και του μάνατζμεντ, οι παράνομες χωματερές, η πρόοδος στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, βεβαίως, το κτηματολόγιο, η εκκρεμότητα του οποίου, όπως είπε, αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για επενδύσεις, καθώς δεν είναι σαφές τι ανήκει σε ποιόν. Από τα λοιπά εμπόδια που εντόπισαν οι επενδυτές την περασμένη χρονιά, υπογράμμισε τις διαδικασίες αδειοδότησης, τις φορολογικές ασάφειες και τις μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες.
Ερωτηθείς για το μερίδιο χρηματοδότησης που αντιστοιχεί στην ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας, ο Ευρωπαίος Επίτροπος είπε, ότι προβλέπονται πέντε επιχειρησιακά έργα, ύψους περίπου 7 δις ευρώ, τα οποία μπορούν να αναζωογονήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα νησιά, τη δημόσια υγεία, τις μεταφορές, όμως, για να απορροφηθούν πρέπει «τα έργα να είναι ώριμα».
Καταλήγοντας επισήμανε πως παρά τα εμπόδια «η Ελλάδα παραμένει μια ενδιαφέρουσα αγορά για τους επενδυτές με δεξιότητες, ευφυείς ανθρώπους, ευκαιρίες και δυνατότητες, και αν συνεργαστούμε όλοι μαζί στενά, πράγμα για το οποίο δεν έχω αμφιβολία, θα ξεπεραστούν οι δυσκολίες και θα υπάρξει ανάκαμψη. Κάποια μέτρα είναι απαραίτητα, η προοπτική, όμως, είναι θετική».
Πάντως, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο Γερμανός αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ, συνεχίζουν τις «επιθέσεις» τους.
Η Λαγκάρντ χαρακτήρισε πολύ πρόωρη τη συζήτηση περί επιμήκυνσης του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής.
Την ίδια ώρα, γερμανικό δημοσίευμα υποστηρίζει πως η Γερμανίδα καγκελάριος το πολύ που θα εξέταζε θα ήταν μια παράταση λίγων εβδομάδων.
«Όχι σε εκπτώσεις στις μεταρρυθμίσεις», είπε από την πλευρά του ο κ. Ρέσλερ μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Deutschlandradio».
Σχολιάζοντας δημοσίευμα το οποίο επικαλείται προκαταρκτική έκθεση της τρόικας, όπου καταγράφεται «άσχημη» εικόνα για την εξέλιξη του ελληνικού προγράμματος. Ο Ρέσλερ είπε ότι η υπομονή, τόσο η δική του όσο και της τρόικας, φθάνει στο τέλος της.
«Ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του ευρώ, εφόσον τα κράτη εφαρμόζουν με αποφασιστικότητα τα αναγκαία μέτρα», σημείωσε ο κ. Ρέσλερ, ο οποίος ωστόσο διευκρίνισε ότι «θα πρέπει να περιμένουμε την έκθεση της τρόικας και να μη συζητούμε στη βάση δημοσιευμάτων».
Εξέφρασε πάντως επιφυλάξεις σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να προωθήσει μεταρρυθμίσεις και ανέφερε ότι η προσωπική του εμπειρία, όταν βρέθηκε στην Αθήνα με αντιπροσωπεία επιχειρηματιών, δεν ήταν ιδιαίτερα θετική.
«Κατά πόσο η Ελλάδα είναι ικανή να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις είναι κάτι που θα αποφασίσει η ίδια η τρόικα. Όμως, οι εμπειρίες που συλλέξαμε με κάνουν κάπως επιφυλακτικό», δήλωσε και πρόσθεσε: «Επιδιώξαμε κατ' επανάληψη την επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση, με το αίτημα να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις. Συνολικά υπήρξαν καθυστερήσεις και λόγω του προεκλογικού αγώνα που ακολούθησε. Όμως αυτό δείχνει ακόμη περισσότερο πόσο σημαντικό είναι να προχωρήσουν τα πράγματα στους τομείς της εργασίας, της κοινωνικής πολιτικής, των ιδιωτικοποιήσεων το συντομότερο δυνατό και να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα».
Παράλληλα, ο πρόεδρος των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Χάνες Σβόμποντα, σε γραπτή ανακοίνωσή που εξέδωσε από τις Βρυξέλλες καλεί την ελληνική κυβέρνηση «να εντείνει τις προσπάθειες της σε σχέση με τη μεταρρυθμιστική διαδικασία», «μετά την άρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για παράταση των προθεσμιών εφαρμογής από την ελληνική κυβέρνηση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων» όπως αναφέρει.
«Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος που η Ελλάδα δεν έχει εκπληρώσει πολλές από τις δεσμεύσεις της όσον αφορά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που απαιτούνται ώστε να μπει η ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Η Ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών έχει επικρίνει πολλές από τις απαιτήσεις της τρόικα για έλλειψη κοινωνικής ισορροπίας, αλλά ήταν πάντα σαφής ως προς την ανάγκη μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης καθώς επίσης και στοχευμένων, λογικών περικοπών στις δαπάνες» σημειώνει ο Χάνες Σβόμποντα και καλεί τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών να αναλάβει την πρωτοβουλία για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
«Εναπόκειται τώρα στη νέα κυβέρνηση και ιδιαίτερα στον υπουργό των Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα, να εφαρμόσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Ο κ. Στουρνάρας έχει την εμπειρία και τις γνώσεις να το πράξει αυτό γρήγορα και αποτελεσματικά» επισημαίνει ο κ. Σβόμποντα και καταλήγει: «Η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».
Οι συμφωνίες με την Αθήνα περιλαμβάνουν «δεσμεύσεις επί της ουσίας και επί του χρόνου» σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις, δήλωσε από την πλευρά του ο εκπρόσωπος της καγκελαρίου Μέρκελ Στέφεν Ζάιμπερτ, κληθείς να σχολιάσει το ίδιο δημοσίευμα. Ο κ. Ζάιμπερτ σημείωσε ακόμη ότι η τρόικα εξετάζει κατά πόσο έχουν υλοποιηθεί τα συμφωνηθέντα μέτρα και προσέθεσε ότι, όταν θα είναι διαθέσιμη η έκθεση, θα καταστεί δυνατό, επί αυτής της βάσης, να ληφθούν οι επόμενες αποφάσεις.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών πάντως επισήμανε ότι δεν διαθέτει ενδιάμεση έκθεση της τρόικας και ότι δεν μπορεί να γίνει σχόλιο επί προφορικών υποθέσεων.
Από την πλευρά του εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διέψευσε το δημοσίευμα γερμανικής εφημερίδας, που κάνει λόγο για απόκλιση στους 210 από τους 300 στόχους του προγράμματος προσαρμογής, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να περιμένει την ολοκληρωμένη έκθεση της τρόικας.
Ερωτηθείς σχετικά, κατά την τακτική ενημέρωση της Επιτροπής προς τους δημοσιογράφους, ο Σίμον Ο' Κόνορ, εκπρόσωπος του επιτρόπου οικονομίας Όλι Ρεν, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να σχολιάσει το δημοσίευμα, υπενθυμίζοντας ότι η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα περί τα τέλη Ιουλίου για να αξιολογήσει τις ακολουθούμενες πολιτικές και τη συμμόρφωση με τους στόχους του Μνημονίου. «Όταν ολοκληρωθεί η αποστολή της τρόικας θα μπορούμε να αξιολογήσουμε την κατάσταση και να κάνουμε σχόλια», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής.
Στο μεταξύ, «Όχι» στην παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής των υπερχρεωμένων χωρών λέει το 61% των Γερμανών και μόνο το 31% τάσσεται υπέρ μιας τέτοιας παράτασης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του «Πολιτικού Βαρόμετρου» που παρουσίασε η γερμανική δημόσια τηλεόραση ZDF.
Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, το 51% των ερωτηθέντων λέει «όχι» στην έκδοση ευρωομολόγων, με μόλις το 12% να απαντά θετικά και το 24% να τάσσεται υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγων εφόσον προηγουμένως έχει ενισχυθεί η δημοσιονομική ένωση της Ευρώπης.
Παράλληλα, το 63% θεωρεί πως η καγκελάριος της χώρας Άγκελα Μέρκελ διαχειρίζεται καλά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, ενώ αντίθετη άποψη έχει το 28%. Πάντως, σε ποσοστό 57% οι Γερμανοί εκτιμούν ότι η κυρία Μέρκελ δεν εξηγεί επαρκώς την πολιτική της για την κρίση, με μόνο το 33% να δηλώνει ότι δίδονται επαρκείς εξηγήσεις.
Από την πλευρά του, για τους κινδύνους πρόκλησης «αλυσιδωτής αντίδρασης» στην περίπτωση εξόδου ενός κράτους-μέλους από το ευρώ προειδοποίησε ο Γερμανός καθηγητής Οικονομίας, Πέτερ Μπόφινγκερ, μέλος της ομάδας «σοφών» που συμβουλεύουν τη γερμανική κυβέρνηση.
Σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard, ο κ. Μπόφινγκερ επισημαίνει ότι ήδη σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, παρατηρείται μαζική φυγή κεφαλαίων και ότι οι ίδιες οι ισπανικές και ιταλικές τράπεζες προτιμούν να έχουν τα χρήματά τους στη γερμανική Κεντρική Τράπεζα (Ομοσπονδιακή Τράπεζα), αντί στις κεντρικές τράπεζες των χωρών τους. Ως εκ τούτου, εκτιμά πως μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, θα ενίσχυε την τάση φυγής κεφαλαίων, κάτι που καθιστά δύσκολη την κατάσταση των τραπεζών στην Ισπανία και την Ιταλία.
Ο Γερμανός οικονομολόγος τονίζει ότι όλα αλληλοεπηρεάζονται, σημειώνοντας πως σε μια τέτοια ασταθή κατάσταση θα πρέπει να αποφεύγονται όλα όσα εντείνουν την αστάθεια. Εκτιμά επίσης πως μια έξοδος από αυτή τη συστημική κρίση εξαρτάται από τη Γερμανία, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να αρχίσει να αναρωτιέται αν βλέπει το μέλλον της στο ευρώ ή στο γερμανικό μάρκο.
Σε σχέση με το πόρισμα έρευνας των «πέντε σοφών», πως η διάλυση της ευρωζώνης θα είχε χειρότερες συνέπειες για τη Γερμανία από ό,τι οι προσπάθειες διάσωσής της, ο ίδιος θεωρεί ότι αν αποχωρήσει από την ευρωζώνη η Ισπανία, θα συμπαρασύρει την Ιταλία, ενώ οι αγορές θα συνειδητοποιήσουν ότι και η Γαλλία έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα.
Όπως εξηγεί, αυτό σημαίνει ότι η κρίση θα επηρεάσει μέχρι και τον πυρήνα της Ευρωζώνης και πιθανόν η Γερμανία μαζί με την Αυστρία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία να σχηματίσουν μια μικρή νομισματική Ένωση, ένα «μπλοκ του γερμανικού μάρκου», το οποίο θα ανατιμηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα και της Γερμανίας.
Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει, η ενδεδειγμένη λύση είναι να καταστεί δυνατό για χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που καταβάλλουν προσπάθειες εξυγίανσης, να αναχρηματοδοτούνται μακροπρόθεσμα από τις αγορές με χαμηλό επιτόκιο, καθώς ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη διάλυση της ευρωζώνης θα συνδεόταν με πολύ σοβαρούς κινδύνους.
Σοφία Βούλτεψη
Μετά τις επαφές του επικεφαλής της Ομάδας Δράσης της ΕΕ, Χορστ Ράιχενμπαχ, την εβδομάδα που πέρασε σειρά πήρε ο Επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ, Γιοχάνες Χαν, που ήδη κατέληξε σε συμπεράσματα.
Σύμφωνα με τον Χαν, που έδωσε συνέντευξη στην Αθήνα, «μεγαλύτερο εμπόδιο για την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, που πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα η ελληνική κυβέρνηση, είναι η σύγχυση ευθυνών, δηλαδή οι συναρμοδιότητες μεταξύ υπουργείων, αλλά και μεταξύ τοπικής, περιφερειακής και κεντρικής διοίκησης».
Ο κ. Χαν διαπίστωσε καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων για την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων, λόγω της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, αλλά εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η νέα κυβέρνηση δουλεύει σκληρά και είναι αφοσιωμένη στο έργο της.
Ως κραυγαλέο παράδειγμα καθυστέρησης ανέφερε τη χαμηλή απορρόφηση πόρων από το Κοινωνικό Ταμείο προς όφελος των ανέργων.
«Διερωτώμαι», ανέφερε, «μια χώρα που αντιμετωπίζει τόσο μεγάλη ανεργία, πώς έχει ποσοστό απορρόφησης των κοινωνικών ταμείων χαμηλότερο από το μέσον όρο της ΕΕ». Πρόσθεσε πως για τους ίδιους λόγους παρατηρείται καθυστέρηση στην υλοποίηση των έργων που αφορούν στην διαχείριση απορριμμάτων, το κτηματολόγιο, τη διαχείριση των αυτοκινητοδρόμων.
Πάντως, σε ό,τι αφορά τα έργα που εκκρεμούν από το προηγούμενο πλαίσιο χρηματοδότηση και την ενδεχόμενη απειλή απώλειας κονδυλίων, εξέφρασε την πεποίθηση ότι πάνω από το 90% αυτών των έργων μπορούν να υλοποιηθούν εντός των προθεσμιών, ενώ έχει σημειωθεί πρόοδος η οποία θα συνεχιστεί από την παρούσα κυβέρνηση. Επανάλαβε ωστόσο την ανάγκη για καλύτερη κατανομή των ευθυνών εντός της διοίκησης.
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά συγχρηματοδότησης, είπε ότι η πρόταση της Επιτροπής για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, αφορά ευρωπαϊκή συμμετοχή 85%, έναντι του 95% που ισχύει σήμερα και έναντι του 75% που ίσχυε προ ελληνικής κρίσης. Για τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στην ελληνική αναπτυξιακή προσπάθεια σημείωσε, ότι η συμφωνία δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά την επόμενη εβδομάδα, κατά την επίσκεψη του προέδρου της, οι διαφορές θα επιλυθούν.
Αναφερόμενος στις επαφές που είχε με μέλη της κυβέρνησης, σημείωσε μεταξύ άλλων πως με τον υπουργό Ανάπτυξης μίλησαν για τον κατάλογο προτεραιοτήτων και την πορεία υλοποίησης των 181 έργων, ύψους 11 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 15, ύψους 250 εκατ. ευρώ, έχουν ολοκληρωθεί, τα 100 κινούνται εντός προθεσμιών, ενώ για τα υπόλοιπα είπε χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να δούμε πώς θα προχωρήσουν». Στην ατζέντα των δύο πολιτικών ήταν, επίσης, το θέμα της παραχώρησης αυτοκινητόδρομων και του μάνατζμεντ, οι παράνομες χωματερές, η πρόοδος στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, βεβαίως, το κτηματολόγιο, η εκκρεμότητα του οποίου, όπως είπε, αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για επενδύσεις, καθώς δεν είναι σαφές τι ανήκει σε ποιόν. Από τα λοιπά εμπόδια που εντόπισαν οι επενδυτές την περασμένη χρονιά, υπογράμμισε τις διαδικασίες αδειοδότησης, τις φορολογικές ασάφειες και τις μακρόχρονες δικαστικές διαμάχες.
Ερωτηθείς για το μερίδιο χρηματοδότησης που αντιστοιχεί στην ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας, ο Ευρωπαίος Επίτροπος είπε, ότι προβλέπονται πέντε επιχειρησιακά έργα, ύψους περίπου 7 δις ευρώ, τα οποία μπορούν να αναζωογονήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα νησιά, τη δημόσια υγεία, τις μεταφορές, όμως, για να απορροφηθούν πρέπει «τα έργα να είναι ώριμα».
Καταλήγοντας επισήμανε πως παρά τα εμπόδια «η Ελλάδα παραμένει μια ενδιαφέρουσα αγορά για τους επενδυτές με δεξιότητες, ευφυείς ανθρώπους, ευκαιρίες και δυνατότητες, και αν συνεργαστούμε όλοι μαζί στενά, πράγμα για το οποίο δεν έχω αμφιβολία, θα ξεπεραστούν οι δυσκολίες και θα υπάρξει ανάκαμψη. Κάποια μέτρα είναι απαραίτητα, η προοπτική, όμως, είναι θετική».
Πάντως, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο Γερμανός αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ, συνεχίζουν τις «επιθέσεις» τους.
Η Λαγκάρντ χαρακτήρισε πολύ πρόωρη τη συζήτηση περί επιμήκυνσης του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής.
Την ίδια ώρα, γερμανικό δημοσίευμα υποστηρίζει πως η Γερμανίδα καγκελάριος το πολύ που θα εξέταζε θα ήταν μια παράταση λίγων εβδομάδων.
«Όχι σε εκπτώσεις στις μεταρρυθμίσεις», είπε από την πλευρά του ο κ. Ρέσλερ μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Deutschlandradio».
Σχολιάζοντας δημοσίευμα το οποίο επικαλείται προκαταρκτική έκθεση της τρόικας, όπου καταγράφεται «άσχημη» εικόνα για την εξέλιξη του ελληνικού προγράμματος. Ο Ρέσλερ είπε ότι η υπομονή, τόσο η δική του όσο και της τρόικας, φθάνει στο τέλος της.
«Ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του ευρώ, εφόσον τα κράτη εφαρμόζουν με αποφασιστικότητα τα αναγκαία μέτρα», σημείωσε ο κ. Ρέσλερ, ο οποίος ωστόσο διευκρίνισε ότι «θα πρέπει να περιμένουμε την έκθεση της τρόικας και να μη συζητούμε στη βάση δημοσιευμάτων».
Εξέφρασε πάντως επιφυλάξεις σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να προωθήσει μεταρρυθμίσεις και ανέφερε ότι η προσωπική του εμπειρία, όταν βρέθηκε στην Αθήνα με αντιπροσωπεία επιχειρηματιών, δεν ήταν ιδιαίτερα θετική.
«Κατά πόσο η Ελλάδα είναι ικανή να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις είναι κάτι που θα αποφασίσει η ίδια η τρόικα. Όμως, οι εμπειρίες που συλλέξαμε με κάνουν κάπως επιφυλακτικό», δήλωσε και πρόσθεσε: «Επιδιώξαμε κατ' επανάληψη την επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση, με το αίτημα να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις. Συνολικά υπήρξαν καθυστερήσεις και λόγω του προεκλογικού αγώνα που ακολούθησε. Όμως αυτό δείχνει ακόμη περισσότερο πόσο σημαντικό είναι να προχωρήσουν τα πράγματα στους τομείς της εργασίας, της κοινωνικής πολιτικής, των ιδιωτικοποιήσεων το συντομότερο δυνατό και να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα».
Παράλληλα, ο πρόεδρος των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Χάνες Σβόμποντα, σε γραπτή ανακοίνωσή που εξέδωσε από τις Βρυξέλλες καλεί την ελληνική κυβέρνηση «να εντείνει τις προσπάθειες της σε σχέση με τη μεταρρυθμιστική διαδικασία», «μετά την άρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για παράταση των προθεσμιών εφαρμογής από την ελληνική κυβέρνηση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων» όπως αναφέρει.
«Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος που η Ελλάδα δεν έχει εκπληρώσει πολλές από τις δεσμεύσεις της όσον αφορά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που απαιτούνται ώστε να μπει η ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Η Ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών έχει επικρίνει πολλές από τις απαιτήσεις της τρόικα για έλλειψη κοινωνικής ισορροπίας, αλλά ήταν πάντα σαφής ως προς την ανάγκη μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης καθώς επίσης και στοχευμένων, λογικών περικοπών στις δαπάνες» σημειώνει ο Χάνες Σβόμποντα και καλεί τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών να αναλάβει την πρωτοβουλία για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
«Εναπόκειται τώρα στη νέα κυβέρνηση και ιδιαίτερα στον υπουργό των Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα, να εφαρμόσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Ο κ. Στουρνάρας έχει την εμπειρία και τις γνώσεις να το πράξει αυτό γρήγορα και αποτελεσματικά» επισημαίνει ο κ. Σβόμποντα και καταλήγει: «Η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα».
Οι συμφωνίες με την Αθήνα περιλαμβάνουν «δεσμεύσεις επί της ουσίας και επί του χρόνου» σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις, δήλωσε από την πλευρά του ο εκπρόσωπος της καγκελαρίου Μέρκελ Στέφεν Ζάιμπερτ, κληθείς να σχολιάσει το ίδιο δημοσίευμα. Ο κ. Ζάιμπερτ σημείωσε ακόμη ότι η τρόικα εξετάζει κατά πόσο έχουν υλοποιηθεί τα συμφωνηθέντα μέτρα και προσέθεσε ότι, όταν θα είναι διαθέσιμη η έκθεση, θα καταστεί δυνατό, επί αυτής της βάσης, να ληφθούν οι επόμενες αποφάσεις.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών πάντως επισήμανε ότι δεν διαθέτει ενδιάμεση έκθεση της τρόικας και ότι δεν μπορεί να γίνει σχόλιο επί προφορικών υποθέσεων.
Από την πλευρά του εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διέψευσε το δημοσίευμα γερμανικής εφημερίδας, που κάνει λόγο για απόκλιση στους 210 από τους 300 στόχους του προγράμματος προσαρμογής, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να περιμένει την ολοκληρωμένη έκθεση της τρόικας.
Ερωτηθείς σχετικά, κατά την τακτική ενημέρωση της Επιτροπής προς τους δημοσιογράφους, ο Σίμον Ο' Κόνορ, εκπρόσωπος του επιτρόπου οικονομίας Όλι Ρεν, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να σχολιάσει το δημοσίευμα, υπενθυμίζοντας ότι η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα περί τα τέλη Ιουλίου για να αξιολογήσει τις ακολουθούμενες πολιτικές και τη συμμόρφωση με τους στόχους του Μνημονίου. «Όταν ολοκληρωθεί η αποστολή της τρόικας θα μπορούμε να αξιολογήσουμε την κατάσταση και να κάνουμε σχόλια», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής.
Στο μεταξύ, «Όχι» στην παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής των υπερχρεωμένων χωρών λέει το 61% των Γερμανών και μόνο το 31% τάσσεται υπέρ μιας τέτοιας παράτασης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του «Πολιτικού Βαρόμετρου» που παρουσίασε η γερμανική δημόσια τηλεόραση ZDF.
Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, το 51% των ερωτηθέντων λέει «όχι» στην έκδοση ευρωομολόγων, με μόλις το 12% να απαντά θετικά και το 24% να τάσσεται υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγων εφόσον προηγουμένως έχει ενισχυθεί η δημοσιονομική ένωση της Ευρώπης.
Παράλληλα, το 63% θεωρεί πως η καγκελάριος της χώρας Άγκελα Μέρκελ διαχειρίζεται καλά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, ενώ αντίθετη άποψη έχει το 28%. Πάντως, σε ποσοστό 57% οι Γερμανοί εκτιμούν ότι η κυρία Μέρκελ δεν εξηγεί επαρκώς την πολιτική της για την κρίση, με μόνο το 33% να δηλώνει ότι δίδονται επαρκείς εξηγήσεις.
Από την πλευρά του, για τους κινδύνους πρόκλησης «αλυσιδωτής αντίδρασης» στην περίπτωση εξόδου ενός κράτους-μέλους από το ευρώ προειδοποίησε ο Γερμανός καθηγητής Οικονομίας, Πέτερ Μπόφινγκερ, μέλος της ομάδας «σοφών» που συμβουλεύουν τη γερμανική κυβέρνηση.
Σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard, ο κ. Μπόφινγκερ επισημαίνει ότι ήδη σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, παρατηρείται μαζική φυγή κεφαλαίων και ότι οι ίδιες οι ισπανικές και ιταλικές τράπεζες προτιμούν να έχουν τα χρήματά τους στη γερμανική Κεντρική Τράπεζα (Ομοσπονδιακή Τράπεζα), αντί στις κεντρικές τράπεζες των χωρών τους. Ως εκ τούτου, εκτιμά πως μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, θα ενίσχυε την τάση φυγής κεφαλαίων, κάτι που καθιστά δύσκολη την κατάσταση των τραπεζών στην Ισπανία και την Ιταλία.
Ο Γερμανός οικονομολόγος τονίζει ότι όλα αλληλοεπηρεάζονται, σημειώνοντας πως σε μια τέτοια ασταθή κατάσταση θα πρέπει να αποφεύγονται όλα όσα εντείνουν την αστάθεια. Εκτιμά επίσης πως μια έξοδος από αυτή τη συστημική κρίση εξαρτάται από τη Γερμανία, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να αρχίσει να αναρωτιέται αν βλέπει το μέλλον της στο ευρώ ή στο γερμανικό μάρκο.
Σε σχέση με το πόρισμα έρευνας των «πέντε σοφών», πως η διάλυση της ευρωζώνης θα είχε χειρότερες συνέπειες για τη Γερμανία από ό,τι οι προσπάθειες διάσωσής της, ο ίδιος θεωρεί ότι αν αποχωρήσει από την ευρωζώνη η Ισπανία, θα συμπαρασύρει την Ιταλία, ενώ οι αγορές θα συνειδητοποιήσουν ότι και η Γαλλία έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα.
Όπως εξηγεί, αυτό σημαίνει ότι η κρίση θα επηρεάσει μέχρι και τον πυρήνα της Ευρωζώνης και πιθανόν η Γερμανία μαζί με την Αυστρία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία να σχηματίσουν μια μικρή νομισματική Ένωση, ένα «μπλοκ του γερμανικού μάρκου», το οποίο θα ανατιμηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα και της Γερμανίας.
Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει, η ενδεδειγμένη λύση είναι να καταστεί δυνατό για χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που καταβάλλουν προσπάθειες εξυγίανσης, να αναχρηματοδοτούνται μακροπρόθεσμα από τις αγορές με χαμηλό επιτόκιο, καθώς ενδεχόμενη ανεξέλεγκτη διάλυση της ευρωζώνης θα συνδεόταν με πολύ σοβαρούς κινδύνους.
Σοφία Βούλτεψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου