Παρά την έλλειψη χρόνου, αισθάνθηκα ότι πρέπει να γράψω μερικές σκέψεις για το πολύ σημαντικό θέμα της ανασύνταξης της Ελληνικής Γεωργίας, μιας και, μέσα από προηγούμενη ανάρτηση, βγαίνει από το περιθώριο της δημόσιας συζήτησης, προβάλλεται και παίρνει τη θέση που δικαιούται στο δημόσιο διάλογο και προβληματισμό.
Όσοι ξέρουμε ή υπηρετήσαμε πραγματικά την Ελληνική Γεωργία, έχουμε υποχρέωση να πούμε καθαρά, μερικά πράγματα. Πολύ περισσότερο όταν διαπιστώνουμε ότι η συζήτηση πάει να διολισθήσει στις γνωστές «προτάσεις» των παρατρεχάμενων της εκάστοτε εξουσίας, που έχουν ξεχάσει από πότε έχουν να δουν χωράφι και να συναναστραφούν πραγματικούς παραγωγούς. Και αναμασώνται (και στα σχόλια) γνωστά κλισέ για τεμπέληδες αγρότες που τρώνε τις επιδοτήσεις στα μπαρ με Βουλγάρες, συνεχίζεται απτόητη η επικοινωνιακή προβολή επιστροφής νέων στην ύπαιθρο που ανακαλύπτουν τη γη της επαγγελίας και «λύνουν» το βιοτικό τους πρόβλημα μέσα από τις νέες καλλιέργειες (Ιπποφαές, Γκοτζι Μπέρρυ και δεν συμμαζεύεται).
Έχουμε και λέμε:
1) Πρώτα –πρώτα δεν πρέπει να μαλώνουμε τον Έλληνα παραγωγό που μοχθεί, είναι ικανός και από τους πιο ευπροσάρμοστους. Έκαναν φυσικά τα πάντα οι φαύλες εξουσίες για να τον απαλλοτριώσουν (εκμαυλισμός, διάλυση μέσα από την κομματικοποίηση των συνεταιριστικών του οργανώσεων, μεγάλο φαγοπότι με κονδύλια εκπαιδεύσεων που ποτέ δεν είχαν σχέση με τις πραγματικές ανάγκες και ποτέ δεν απευθύνθηκαν σε πραγματικούς παραγωγούς), αλλά ακόμα αντέχει.
2) Διαπιστωμένο και χιλιοειπωμένο το τραγικό πρόβλημα μιας αγροτικής χώρας που έχει δραματικά αρνητικό αγροτικό ισοζύγιο (δίνουμε για κρέας και γάλα όσα για πετρέλαιο). Και χιλιοειπωμένο το σλόγκαν για το άνοιγμα τιμών «από το χωράφι στο ράφι» (1 προς 5 στη χώρα μας, έναντι 1 προς 2-2,5 στην Ευρώπη).
3) Πως θα λυθεί το πρόβλημα;
Ας πούμε, κατ΄ αρχήν, δυο λόγια για το θέμα της «αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών» που ακούγεται, σαν καραμέλα, παντού τα τελευταία χρόνια. Χρειάζεται πράγματι μια μερική αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και πρώτοι τη θέλουν οι παραγωγοί, που με τις υπάρχουσες καλλιέργειες δεν μπορούν να εξασφαλίσουν βιώσιμο εισόδημα. Και «ψάχνονται» για συμπληρωματικό εισόδημα. Και το απέδειξαν, σε πρώτη φάση, με την καλλιέργεια εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων ενεργειακών φυτών και άλλες δυναμικές καλλιέργειες (κρεμμύδια κ.λ.π.) Αντί, όμως, διάφοροι (άσχετοι τις περισσότερες φορές) να ‘μαλώνουν’ αφ’ υψηλού και από καθ’ έδρας τους παραγωγούς μας, γιατί καλλιεργούν σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, το σωστό είναι, αφού δημιουργήσουμε τις υποδομές, να τους παρακινήσουμε: κοντά σ’ αυτές τις καλλιέργειες για τις οποίες έχουν επενδυθεί πολλά σε υποδομές και γνώση, να καλλιεργήσουν ένα μικρό τμήμα της εκμετάλλευσής τους με λαχανικά, φρούτα και άλλες νέες και προσοδοφόρες καλλιέργειες. Δεν μπορούν τα εκατομμύρια αρδευόμενα στρέμματα να γίνουν όλα οπωροκηπευτικά. Και δεν είναι τόσο ασήμαντο να έχουμε επάρκεια σε στρατηγικά τρόφιμα για τον πληθυσμό και την κτηνοτροφία μας. Στις Ηνωμένες πολιτείες, μητέρα της ελεύθερης αγοράς, πέραν των άλλων παραμέτρων (μεγάλες εκτάσεις που προσφέρονται για αροτριαίες καλλιέργειες κ.λ.π.), οι παραγωγοί ενισχύονται για να παράγουν αυτά τα στρατηγικά προϊόντα, προκειμένου να έχουν αυτάρκεια αλλά και να κάνουν με αυτά γεωπολιτικό παιχνίδι. Τελευταία με τα μνημόνια φάνηκε πόσο τραγική είναι η ανεπάρκεια της χώρας σε βασικά είδη: σιτάρι ,ζωοτροφές, κρέατα κ.λ.π. Στη χώρα μας τείνει, όμως, να επικρατήσει ενός είδους ‘καινολαγνεία’, ενθουσιασμός για όποια νέα καλλιέργεια – αρκεί να βάλουμε κάτι άλλο απ΄ αυτό που καλλιεργούμε. Κατ΄ αρχήν για την πιθανή στροφή σε νέες μεγάλες (αροτριαίες) καλλιέργειες, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι επενδύσεις που έχουν γίνει, σε επίπεδο παραγωγού και επιχειρήσεων, για τις υπάρχουσες καλλιέργειες (π.χ. σπαρτικές μηχανές, σκαλιστήρια, συλλεκτικές – αλωνιστικές μηχανές, Εκκοκκιστήρια, Τοματουργεία, Εργοστάσια Ζάχαρης κ.λ.π.). Οι διαφορές, επομένως, στο εισόδημα του παραγωγού από νέες καλλιέργειες πρέπει να είναι σημαντικές, ώστε να δικαιολογούν τη στροφή και το κόστος νέων επενδύσεων.
Κηπευτικά και φρούτα. Κεντρική επιλογή η στροφή προς τις καλλιέργειες αυτές. Έχουμε από την μια μεριά τους καταναλωτές που διαμαρτύρονται για τις ψηλές τιμές (στην καλύτερη περίπτωση οι δραχμές έγιναν λεπτά του ευρώ σε δύο χρόνια), τη δραματική πραγματικότητα της εισαγωγής των περισσότερων σχετικών προϊόντων και από την άλλη έναν ολόκληρο αγροτικό κόσμο που πιέζεται και χρειάζεται συμπληρωματικό εισόδημα. Η στροφή, όμως, προς τις δυναμικές αυτές καλλιέργειες ‘σκοντάφτει’ πάνω στο βασικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας. Την απουσία του κρίσιμου ‘κρίκου’ που θα συνδέει την παραγωγή με την κατανάλωση. Στην Ευρώπη, τον κρίκο αυτόν τον αποτελεί ένα υγιές και δυναμικό συνεταιριστικό κίνημα. Εδώ οι συνεταιρισμοί κακοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, που είναι τελείως απαξιωμένοι και απωθητικοί για την μέγιστη πλειοψηφία των παραγωγών. Πρέπει να δημιουργηθεί ο ενδιάμεσος κρίκος που λείπει, οι δομές που θα παραλάβουν το προϊόν του παραγωγού (ο δικός του ρόλος εκεί, στην παραγωγή πρέπει να σταματά) και θα αναλάβουν να το διαθέσουν όπου αυτό λείπει και έχει ζήτηση: στην πρωτεύουσα του νομού του, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο Μόναχο, στη Σόφια, στη Μόσχα κ.λ.π. Χωρίς αυτή την υποδομή, θα συμβεί ότι συνέβη με κάποιες καινούργιες καλλιέργειες, π.χ. κρεμμύδια, στις οποίες στράφηκαν αρκετοί παραγωγοί και πασχίζουν να τα διαθέσουν από μαγαζί σε μαγαζί, σακκί- σακί, όσο -όσο. Και δυσκολεύονται ή τους μένουν αδιάθετα, την ίδια ώρα που λείπουν, π.χ., από τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα κ.λ.π. και εισάγονται από Τουρκία και αλλού. Απαιτούνται, λοιπόν, υποδομές και η σχετική οργάνωση. Πρέπει να δούμε πως θα γίνουν. Πρώτα από το κράτος: Περιφερειακές αγορές, δημοπρατήρια, εμπορευματικά αεροδρόμια, κάθετοι άξονες και οτιδήποτε μπορεί να βοηθήσει τους παραγωγούς να προωθήσουν την παραγωγή τους. Οι σχετικές συζητήσεις διαρκούν 30 χρόνια και δεν γίνεται τίποτα. Προσπαθήσαμε και μέσα από κάποιους διαύλους πέρασε η δημιουργία δημοπρατηρίων στο προεκλογικό πρόγραμμα της Ν.Δ.. Διαπιστώνω, όμως, ότι αναμασάται ανόρεχτα και ρουτινιάρικα και όχι σαν τη ζωτική ανάγκη της σύνδεσης παραγωγής και κατανάλωσης. Από κει και πέρα, υποκαθιστώντας την προαναφερθείσα βασική έλλειψη του συνεταιριστικού κινήματος, νέες μορφές οργάνωσης – δράσης (ΣΔΙΤ, νέες υγιείς ομάδες παραγωγών κ. α.), πρέπει να αναλάβουν την σύνδεση παραγωγής και κατανάλωσης. Την σύνδεση από το χωράφι στο ράφι, όπως συνθηματικά διαπιστώνεται και διαλαλείται, αλλά ουδέποτε πραγματοποιείται. Και το σπάσιμο των πάσης φύσεως καρτέλ. Και πέραν της εσωτερικής αγοράς πρέπει να έχουμε, όπως προαναφέρθηκε και εξαγωγικό προσανατολισμό, για την τροφοδότηση της Ευρώπης (παλαιών και νέων χωρών). Μελέτη – εξέταση αποστάσεων, σχετικών πλεονεκτημάτων σε σχέση με άλλες χώρες (π.χ. Ισραήλ, Ισπανία).
Η αυξανόμενη ευαισθησία, τα τελευταία χρόνια, των καταναλωτών γύρω από τη ποιότητα των τροφίμων και οι υψηλές διατροφικές απαιτήσεις (βιολογικά προϊόντα κ.λ.π.), αποτελούν σύμμαχό μας αφού θα προβάλουμε τις φυσικές συνθήκες παραγωγής που προσφέρει το πλεονεκτικό κλίμα της χώρας μας. Είναι τραγικό να τρώμε ψωμί από εισαγόμενα σιτάρια που στις βόρειες χώρες ψεκάζονται 4-5 φορές με μυκητοκτόνα και όχι από δικό μας σιτάρι που δεν χρειάζεται και δεν δέχεται κανένα τέτοιο ψεκασμό. Αδιαφορία για ένα τόσο βασικό τρόφιμο. Που είναι τα ΜΜΕ, τα ΑΕΙ, οι σιτιζόμενες Ενώσεις Καταναλωτών, να αναδείξουν αυτό το τόσο βασικό ζήτημα; Συναφής η ανάγκη, ανάπτυξης και εξυγίανσης των μηχανισμών πιστοποίησης.
Η στροφή αυτή προς τα κηπευτικά δεν πρέπει να αργήσει για να προλάβουμε να αξιοποιήσουμε πριν χαθεί, τη γενιά και τη νοοτροπία της χειρωνακτικής εργασίας (καπνοκαλλιεργητές, κ.α.).
Κτηνοτροφία Ένας άλλος σπουδαίος και ελλειμματικός τομέας που πρέπει να ανασυνταχτεί. Στρεβλή υφιστάμενη κατάσταση : 30% Ζωική και 70% Φυτική παραγωγή – ανάγκη προσαρμογής, ως προς την σχέση ζωικής και φυτικής παραγωγής, στα πρότυπα των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών μοντέλων γεωργίας (πάνω από 60% η ζωική παραγωγή – αντίστροφη, περίπου, της δικής μας). Αξιοποίηση ζωοτροφών. Προσοχή μην ξαναγίνουν λάθη και δημιουργήσουμε μια νέα γενιά προβληματικών κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να επουλωθούν τα τραύματα του παρελθόντος, να ξεχαστεί η πικρή προϊστορία της ελληνικής κτηνοτροφίας και μέσα, έστω, από την αναδιάρθρωση που επιβάλει η νέα Κ.Α.Π., να ξαναεμφανιστούν παραγωγοί πρόθυμοι να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Τυχόν αποτυχία, πέραν των προσωπικών τραγικών συνεπειών, θα σημάνει τελεσίδικα, ότι η χώρα μας θα παραμείνει εσαεί εισαγωγική και εξαρτώμενη στα ζωικά προϊόντα. Και δυστυχώς υπάρχουν οι πρώτες απογοητεύσεις. Παρά τα σημαντικά βήματα που επιχειρήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση – ανασύνταξη του ΕΛΟΓΑΚ (Οργανισμού Γάλακτος και Κρέατος), απόπειρα εξυγίανσης των σχετικών κυκλωμάτων (ελληνοποιήσεις εισαγομένων κρεάτων και γάλακτος), τα περισσότερα εγκαταλείφθηκαν και η κρίση αφήνει απλήρωτο για μήνες το παραγόμενο γάλα. Στην ίδια κατεύθυνση που αναφέραμε παραπάνω, της ποιότητας των τροφίμων, ένα δυναμικό Μάρκετινγκ θα μπορούσε να απογειώσει την ελληνική κτηνοτροφία, προβάλλοντας τις μοναδικές συνθήκες διατροφής και διαβίωσης των ζώων, σε σχέση με τις συνθήκες ‘αιχμαλωσίας’ που επικρατούν σε άλλες χώρες με ακραία εντατικοποιημένη κτηνοτροφία. Δυστυχώς, το Υπουργείο Γεωργίας αρκείται στο να αλλάζει κάθε λίγο όνομα. Αρκείται σε επικοινωνιακά παιχνίδια με σαλιγκάρια, ιπποφαές, δήθεν διανομή γαιών (ασχολήθηκε κανείς με την τρομακτική γραφειοκρατική επιβάρυνση των υπηρεσιών σε σχέση με το πενιχρό ή ανύπαρκτο αποτέλεσμα;) κ.λ.π., όταν η ζοφερή αγροτική πραγματικότητα απαιτεί ουσιαστική δουλειά για ανασυγκρότηση της Ελληνικής Γεωργίας.
Αξίζει, τέλος, να αναφερθούν κάποια, συγκριτικά στοιχεία: Προ μνημονίου ο ΕΛΓΑ εισέπραττε ετησίως εισφορές των αγροτών περίπου 100 εκατομμυρίων € και κατέβαλε αποζημιώσεις 500 περίπου εκατομ. €. Δημόσια δαπάνη, δηλαδή, περίπου 400 εκατ. € ετησίως. Η οποία δεν πήγαινε χαμένη – στήριζε, εμμέσως, την αγροτική οικονομία, χωρίς, όμως, να λύνει τα διαρθρωτικά της προβλήματα. Τώρα ο ΕΛΓΑ θα καταβάλλει σε αποζημιώσεις όσα εισπράττει, περίπου 100 εκατομ. €. Ένα από τα καλύτερα διαλογητήρια – δημοπρατήρια της Ευρώπης, στο Βέλγιο (το επισκέφθηκαν επανειλημμένως αντιπροσωπείες αγροτών), στοιχίζει 15 εκατομ. €, περίπου. Δηλαδή, με την δημόσια δαπάνη μιας χρονιάς του ΕΛΓΑ, θα είχαμε κατασκευάσει δημοπρατήρια, σχεδόν, σε κάθε νομό.
Συμπερασματικά:
Η παραγωγική ανασύνταξη της ελληνικής γεωργίας αποτελεί ζωτική εθνική ανάγκη. Για να συμβεί, όμως, αυτό είναι αναγκαίο να δουλέψουμε ουσιαστικά, για να αποκαταστήσουμε ή να δημιουργήσουμε τον απόλυτα απαραίτητο κρίκο που θα συνδέει την παραγωγή με την κατανάλωση. Στη μια πλευρά, έχουμε τον Έλληνα παραγωγό, άξιο και ευπροσάρμοστο (όταν του εξασφαλίστηκε η διάθεση των προϊόντων έκανε τεράστιας κλίμακας αναδιοργάνωση των καλλιεργειών του – τεύτλα, ενεργειακά φυτά). Είναι ανάγκη να δημιουργήσουμε τη δομή όπου θα παραδίδει τα παραγόμενα προϊόντα του και από εκεί άλλοι θα φροντίζουν για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση. Έτσι γίνεται σε όλο τον κόσμο.
Αντί αυτού παρατηρούμε επί τριάντα χρόνια (το 1982 άρχισε η μάχη του τελάρου – Υπουργός Μοραΐτης) τη δήθεν ενασχόληση με το πρόβλημα, χωρίς, φυσικά, αποτελέσματα. Και τελευταία, αντί να σκύψουμε στο δραματικό αγροτικό μας πρόβλημα (δεν παράγουμε τα απαραίτητα κρέας, γάλα, πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια, σκόρδα, όσπρια κλπ.), είναι της μόδας να οργανώνουμε ημερίδες για Ιπποφαές, Γκότζι μπέρι, Αρώνια και ότι άλλο παράξενο και εξωτικό. Από κοντά και τα νταβατζοΜΜΕ με σχετικά «αφιερώματα». Αλήθεια, θα λυθεί το δραματικό πρόβλημα του αγροτικού μας ισοζυγίου, αν 4-5 αργόσχολοι ή περίεργοι σε κάθε νομό καλλιεργήσουν κάποια από τα παραπάνω φυτά; Ένας ολόκληρος κόσμος κινείται ακόμα στη γνωστή επικοινωνιακή λογική, οι παρατρεχάμενοι που περιτριγυρίζουν την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ελάχιστα ενδιαφέρονται για ουσιαστικό έργο και διάφοροι αετονύχηδες ροκανίζουν σχετικές πιστώσεις για δήθεν «εκπαίδευση» των παραγωγών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου