Η μοίρα μου φαίνεται το έχει να γράφω συνεχώς αιρετικά κείμενα! Δεν εξηγείται αλλιώς ο μαζοχισμός που με οδηγεί να αμφισβητώ γενικώς παραδεδεγμένες αλήθειες ή να προσπαθώ να ανατρέψω θεσμικούς μύθους της ελληνικής κοινωνίας με τους οποίους γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές νεοελλήνων. Στο σημερινό σημείωμα, λέω να καταπιαστώ με τον μύθο της μεγάλης και γενικευμένης φοροδιαφυγής και να προσπαθήσω να τον θέσω στις σωστές του διαστάσεις (πάντα κατά την ταπεινή μου γνώμη). Μένει σε σας, τους αναγνώστες, να δικαιώσετε ή να αμφισβητήσετε τους ισχυρισμούς μου.
Όλοι μας ζούμε μέσα στην ίδια κοινωνία, συναλλασσόμαστε λίγο – πολύ με τους ίδιους ανθρώπους, και έχουμε μέσες – άκρες ταυτόσημες εμπειρίες για την λειτουργία αυτού που αποκαλούμε «αγορά». Τα τελευταία χρόνια, η δική μου εμπειρία λέει πως σε επίπεδο αποδείξεων λιανικής πώλησης τα πράγματα έχουν βελτιωθεί τα μάλα. Σε σημείο που να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι πλέον δεν υπάρχει μαζική και συστηματική αποφυγή έκδοσης αποδείξεων λιανικής πώλησης από τα καταστήματα. Οι πάντες σχεδόν, από τον περιπτερά της γειτονιάς, μέχρι το μεγάλο ΣΜ της πόλης, κατά κανόνα, κόβουν τις αντίστοιχες με τις αγορές μου αποδείξεις.
Κραυγαλέα εξαίρεση αποτελεί ο φούρνος της γειτονιάς μου! Στις (ολιγοήμερες) καλοκαιρινές διακοπές μου ελάμβανα, προς μεγάλη μου έκπληξη, απόδειξη για όλες τις αγορές μου, είτε σε είδη (περίπτερα, σουβλατζίδικα, μίνι-μάρκετ, κλπ), είτε σε υπηρεσίες (ξαπλώστρες, ενοικιαζόμενο δωμάτιο, κλπ). Μάλιστα, κατά διηγήσεις ντόπιων, το άκρως τουριστικό μέρος όπου κατέλυσα, «μετρούσε» ήδη από την αρχή της σεζόν, τρεις περιπτώσεις κλεισίματος τουριστικών επιχειρήσεων εξαιτίας της μη συμμόρφωσης σε αυτή την υποχρέωσή τους!
Τι δηλούν αυτά τα εμπειρικά δεδομένα, που δεδομένου πως δεν υπάρχει κανείς λόγος «ειδικής μεταχείρισης» του γράφοντος, μάλλον μπορούν να αναχθούν σε πανελλήνια πραγματικότητα; Ότι απέμειναν λίγα μέρη, «στέκια» και «μαγαζιά», κυρίως στον τομέα της παροχής υπηρεσιών και σε τουριστικές τοποθεσίες ή στην Αθήνα, που ασκούν ακόμη το άλλοτε προσφιλές «σπορ» της μη έκδοσης αποδείξεων λιανικής. Αυτά είναι γνωστά στους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους και με την ανάλογη πολιτική βούληση και διάθεση επιπλέον ελεγκτών (έστω προερχομένων και από τις περιβόητες μετατάξεις), το φαινόμενο θα μπορούσε εύκολα να περιοριστεί στο επίπεδο των άλλων αναπτυγμένων οικονομικά χωρών. Βέβαια, υπάρχει επιπλέον το ζήτημα, αν τα ποσά των αποδείξεων που κόβονται, δηλώνονται τελικά και ως εισόδημα στην εφορία και καταβάλλεται ο ανάλογος ΦΠΑ αλλά αυτό είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο», ονομάζεται κατά περίπτωση φοροκλοπή ή φοροαποφυγή και αφορά εντελώς και ειδικώς την λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού του κράτους και ουδόλως την ίδια την λειτουργία της αγοράς.
Απομένουν κατά βάση δύο ακόμη «πηγές» μαζικής φοροδιαφυγής. Η μία έχει σχέση με έκδοση αποδείξεων παροχής υπηρεσιών από τεχνίτες (ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, μηχανικούς αυτοκινήτων, κλπ) και ελεύθερους επαγγελματίες (ιατρούς, δικηγόρους, φοροτεχνικούς, καθηγητές κλπ). Η άλλη αφορά την κυκλοφορία του «κατάμαυρου» χρήματος που προέρχεται από παράνομες πράξεις είτε Δημοσίων Υπαλλήλων (ιατροί του ΕΣΥ με τα «φακελάκια», φαρμακευτικές εταιρείες με τα «δωράκια» προς ιατρούς του ΕΣΥ, δημόσιοι λειτουργοί με το «λαδάκι» και το «γρηγορόσημο», διορισμένοι καθηγητές με τα «ιδιαίτερα», κλπ) είτε κακοποιών του κοινού ποινικού δικαίου (παραεμπόριο, παράνομο στοίχημα και άλλες σοβαρές ποινικώς κολάσιμες παράνομες δραστηριότητες). Δυστυχώς και στις δύο αυτές πηγές, είμαστε συνήθως συνειδητά «συνένοχοι» και όλοι εμείς οι λήπτες των ανωτέρω υπηρεσιών. Είμαστε συνένοχοι, στο βαθμό που δεν ζητούμε τις ανάλογες αποδείξεις είτε από φόβο και ατολμία (εξαντλώντας όλο το μένος μας στον μικρομαγαζάτορα της γειτονιάς) είτε από συμφέρον, επωφελούμενοι έτσι ενός ποσοστού του ΦΠΑ που θα πληρώναμε. Είμαστε επίσης συνένοχοι, όταν επιλέγουμε να πληρώσουμε ιδιαίτερα σε διορισμένους καθηγητές του δημοσίου (που εξ ορισμού ξέρουμε ότι θα είναι «μαύρα»), όταν δεν καταγγέλλουμε τον «φακελάκια» ιατρό του ΕΣΥ, όταν «σκάμε» το γρηγορόσημο και όταν «στάζουμε» το λαδάκι στον εφοριακό ή τον μηχανικό της πολεοδομίας για να κάνουν τα στραβά μάτια στην μικρή ή μεγάλη παρανομία μας, όταν γεμίζουμε το ρεζερβουάρ του φορτηγού, του αγροτικού ή του τρακτέρ με πετρέλαιο θέρμανσης. Ανάλογη ευθύνη φυσικά, φέρουν και οι «συνάδελφοι» των ανωτέρω κρατικών λειτουργών, που γνωρίζοντας την «μαύρη» απασχόληση των συναδέλφων τους, κυριολεκτικά ποιούν την «νήσσα» είτε από έλλειψη ευαισθησίας και καλώς νοούμενου πατριωτισμού είτε από μια αίσθηση τρόπον τινά, κακώς νοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης. Είναι κρίμα λοιπόν να φορτώνουμε στην «αγορά» και στον «κακό» ιδιωτικό τομέα, πρακτικές και συγγνωστές παρανομίες δεκαετιών στις οποίες όλοι λίγο – πολύ συμμετέχουμε ασμένως και αδιακρίτως. Πρακτικές και παρανομίες που εν πολλοίς, η αδιαφορία (στην καλύτερη περίπτωση) και η φανερή εχθρότητα (στην χειρότερη) για αυτό που αποκαλούμε «Ελληνικό Κράτος», έχουν παγιώσει στην συνείδηση των περισσοτέρων από εμάς ως θεμιτές και εν τέλει «συμπαθητικές». Για την φοροδιαφυγή του κοινού ποινικού δικαίου δεν θα γράψω οτιδήποτε, καθώς είναι ίδιας φύσης είτε μιλάμε για την Ελλάδα είτε για την προηγμένη οικονομικά Γερμανία.
Μένει τέλος η «επιστημονική» φοροδιαφυγή που συντελείται στους κόλπους μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, με μεθόδους και τρόπους (τριγωνικές συναλλαγές, υπερτιμολογήσεις, υποτιμολογήσεις, πλαστά και εικονικά στοιχεία, κλπ), γνωστούς στα οικονομικά επιτελεία και στους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς. Η πάταξη αυτής της «επιστημονικής» φοροδιαφυγής, είναι το σημαντικότερο στοίχημα της κυβέρνησης και απαιτείται γι αυτό, πολιτική βούληση και αυστηρές τιμωρίες.
Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, γίνεται φανερό πως η φοροδιαφυγή: δεν έχει την έκταση που πιστεύουμε όλοι, δεν είναι σύμπτωμα της «αγοράς» αλλά νόσος του φοροελεγκτικού και φοροεισπρακτικού μηχανισμού του κράτους, στην μεγαλύτερη έκτασή της δεν αφορά μονάχα την αγορά αλλά όλους τους πολίτες – καταναλωτές και τέλος, μπορεί να συλληφθεί εύκολα αν το κράτος θεσπίσει διαφανείς κανόνες ελέγχου και αυστηρές τιμωρίες, εκμεταλλευτεί την διεθνή εμπειρία και επιδείξει την ανάλογη πολιτική βούληση. Προϋπόθεση βεβαίως γι αυτό, είναι η θέσπιση ενός νέου, δίκαιου και απλού φορολογικού συστήματος και λογικών και αποδεκτών ποσοστών ΦΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου