«Φεύγω από το Μεξικό, γιατί δεν μπορώ να ζω σε μια χώρα που είναι πιο σουρεαλιστική από τους πίνακές μου». Αυτή φράση ανήκει στο Σαλβαδόρ Νταλί ο οποίος προφανώς δεν είχε γνωρίσει τη σημερινή Ελλάδα. Δεν ξέρω τι θα έλεγε αν έβλεπε μια χώρα στην οποία ο υπουργός εργασίας θα έδινε μάχη για να μην περάσουν αντιλαϊκά μέτρα τα οποία έχουν ήδη περάσει εδώ και μερικούς μήνες. Δεν ξέρω τι θα έλεγε αν έβλεπε τον Κουβέλη, ως άλλο Δον Κιχώτη να φορά την πανοπλία του και να ετοιμάζει δριμεία επίθεση εναντίον των ανεμόμυλων, απειλώντας να ρίξει και την κυβέρνηση. Και φυσικά δεν ξέρω τι θα έλεγε, αν έβλεπε τον πρωθυπουργό που κατάφερε, μέσα σε δυόμιση χρόνια να ισοπεδώσει μια χώρα, να διδάσκει έναντι αμοιβής μάλιστα, σε ένα από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τουλάχιστον, αυτή τη σουρεαλιστική κατάσταση την έχουμε κωδικοποιήσει και έχουμε μάθει να μεταφράζουμε αυτά που μας λένε. Έτσι γνωρίζουμε ότι η
«επανάσταση του αυτονόητου» που έλεγε η κ. Διαμαντοπούλου υπέκρυπτε τη «χρονιά χωρίς βιβλία» και ο «εξορθολογισμός» που χρησιμοποιεί ο κ. Αρβανιτόπουλος μας παραπέμπει στη «χρονιά χωρίς δασκάλους» και ίσως ακόμη πάρα πέρα, δηλαδή στη «χρονιά χωρίς σχολεία».
Για να γίνω πιο σαφής, βρισκόμαστε ήδη στα μέσα Οκτωβρίου και τα σχολεία υπολειτουργούν. Δεν υπάρχει σχολείο που να έχω συναντήσει και να μην του λείπει κάποιος ή κάποιοι καθηγητές-δάσκαλοι. Πιθανότατα αυτή η κατάσταση θα αφεθεί να «σέρνεται» για αρκετό ακόμη διάστημα ώστε να καλλιεργηθεί στο μυαλό όλων η αντίληψη ότι πρέπει να αυξηθεί το ωράριο των εκπαιδευτικών, ότι πρέπει να κλείσουν σχολεία για να μειωθεί το λειτουργικό κόστος και ότι πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα για να μπορέσει να λειτουργήσει το σχολείο. Ήδη ο υπουργός σε δυο συνεντεύξεις του έχει αναφέρει «Οι εκπαιδευτικοί θα δουλεύουν λίγο περισσότερο…» (Real News) και « Στα πλαίσια του εξορθολογισμού θα συγχωνευτεί το 10% των σχολείων…» (Βήμα fm). Το τελευταίο σημαίνει τη συγχώνευση περίπου 1500 σχολείων με άμεσο συνεπακόλουθο την κατάργηση περίπου του 20% των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών.
Ποιος είναι όμως αυτός που πλήττεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο από μια τέτοια εξέλιξη; Δεν είναι αυτός που είναι στην ουσία το υποκείμενο της εκπαίδευσης; Δεν είναι ο μαθητής; Αυτός δεν είναι που θα αναγκάζεται να διασχίζει δρόμους προκειμένου να πάει στο σχολείο, που θα είναι πλέον μακριά από το σπίτι του; Αυτός δεν είναι που θα μετέχει σε τάξεις των 30 ατόμων που θα ελέγχονται με δυσκολία, όση διάθεση και να έχει ο εκπαιδευτικός; Πόσο αποδοτικός θα μπορεί να είναι ένας κουρασμένος και στην κυριολεξία εξαθλιωμένος οικονομικά και κυρίως ψυχολογικά δάσκαλος;
Επιπλέον τίθεται το ερώτημα. Στα μεγάλα σχολεία, με τις μεγάλες τάξεις και το περιορισμένο προσωπικό ποιος θα ελέγχει την παραβατικότητα; Ποιος θα ελέγχει μια κατάσταση όπου ο καθένας θα χάνεται στην ανωνυμία του; Η απάντηση είναι κι εδώ σουρεαλιστικά προφανής: Ο εκπαιδευτικός. Μπορεί να είναι ανθρωπίνως αδύνατος ο έλεγχος μιας τέτοιας κατάστασης, αλλά σε κάποιον θα πρέπει να χρεώνονται οι ευθύνες. Κι όταν ακόμη θα καταφέρνει με υπεράνθρωπες προσπάθειες να ανταπεξέρθει στις υποχρεώσεις του τότε το κράτος θα μπορεί, όπως στο γνωστό ανέκδοτο, να του πει «γιατί δε φοράς κράνος;»
Οι εφιαλτικές και σουρεαλιστικές καταστάσεις αυτές είναι μπροστά μας. Αν θέλουμε να τις αποφύγουμε ή να τις περιορίσουμε πρέπει να δράσουμε ουσιαστικά, όλοι μαζί οι εμπλεκόμενοι φορείς στην εκπαιδευτική διαδικασία. Και επειδή πάνω σ’ αυτά θα ακουστεί το «πολυφορεμένο» επιχείρημα «τι να κάνουμε, υπάρχει κρίση» η απάντησή μας είναι πως, αν υπάρχει μια ελπίδα να βγούμε από την κρίση και να μη γυρίσουμε ποτέ σ’ αυτήν αυτή είναι η επένδυση στην παιδεία. Εμείς αυτό που καθημερινά συναντάμε σχετίζεται περισσότερο με τη διάλυση παρά με την ανάπτυξη…
Αντώνης Μητσάκος
(Μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Νέας Σμύρνης-Καλλιθάς-Μοσχάτου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου