Της Μαριεττας Γιαννακου*
Η έννοια της αριστείας στον ακαδημαϊκό χώρο πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά, γιατί μπορεί να καθιερώσει νέα κριτήρια και προοπτικές στην επιστήμη, αλλά και να διαδώσει ένα παρόμοιο πνεύμα και στάσεις σε όλη την κοινωνία. Η Ελλάδα διερχόμενη μια φάση πρωτόγνωρης ύφεσης και επικίνδυνης κρίσης χρέους και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, με όλες τις συνέπειες που προκύπτουν για την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, πρέπει να αναζητήσει νέες προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης.
Είναι σήμερα επείγουσα ανάγκη η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας και στις δυνατότητες που κατά τεκμήριο επιδεικνύει στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η έμφαση στην καινοτομία και την αριστεία πράγματι μπορεί να καταστεί καταλύτης για την οικονομική ανάταξη του κράτους και της κοινωνίας.
Σημαντική ώθηση προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να δώσει το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Καινοτομίας και Τεχνολογίας (ΕΙΤ) που συγκροτήθηκε το 2008, ύστερα από πρόταση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Jose Manuel Barroso και με τη βοήθεια και στήριξη των υπουργών Παιδείας και Ανάπτυξης του συνόλου των ευρωπαϊκών χωρών, που επεξεργάστηκαν το σχέδιο διαμόρφωσής του το 2006 και 2007. Σκοπός της δημιουργίας του ήταν και είναι η αειφόρος ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, μέσω της ενίσχυσης των κρατών-μελών και της Κοινότητας στους τομείς της έρευνας και της καινοτομίας.
Το ΕΙΤ έχει ήδη θέσει τα θεμέλια και τους στόχους προς αυτή την κατεύθυνση μέσω της καθιέρωσης των Κοινοτήτων Γνώσης και Καινοτομίας και των δικτύων αριστείας, όπως στα πεδία της κλιματικής αλλαγής, της ενέργειας, των βιοεπιστημών, των επικοινωνιών γνώσης και πληροφορίας. Είναι σημαντικό ότι τέτοιες πρωτοβουλίες ελκύουν χρηματοδότηση τόσο από το ΕΙΤ όσο και από άλλες πηγές της Ε. Ε., των εθνικών και περιφερειακών δομών καθώς και του ιδιωτικού τομέα.
Οι Κοινότητες Γνώσης και Καινοτομίας διευκολύνουν τη συνεργασία ερευνητικού προσωπικού και υποδομών, ιδιαιτέρως στον χώρο των πανεπιστημίων, μεταξύ των περιφερειών, προκειμένου να επιτευχθούν άριστα αποτελέσματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στις δράσεις τους περιλαμβάνονται η εκπαίδευση μεταπτυχιακών φοιτητών και στελεχών, η εκπόνηση διατριβών, η παραγωγή και κατοχύρωση πατεντών, σύμφωνα με τις πραγματικές προκλήσεις των κοινωνιών μέσα στις οποίες λειτουργούν.
Πώς μπορεί και πρέπει να ωφεληθεί λοιπόν η χώρα μας και τα πανεπιστήμια, ως οι κατ’ εξοχήν θεσμοί για την ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία; Επειδή προσωπικά είμαι άνθρωπος της πράξης, κατά τη θητεία μου, ως υπουργός Παιδείας την περίοδο 2004-2007, πραγματοποίησα ορισμένες τομές με μακροχρόνια σημασία. Μία τέτοια τομή υπήρξε η καθιέρωση για πρώτη φορά της αξιολόγησης της πανεπιστημιακής έρευνας και διδασκαλίας (Ν. 3374/2005). Η αξιολόγηση μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τους τομείς και τα πρόσωπα τα οποία παράγουν κοπιώδες και διεθνώς αναγνωρίσιμο ερευνητικό έργο, αλλά και να ενισχύσουμε τους ασθενέστερους τομείς.
Μια άλλη τομή υπήρξε η έμφαση στη διεθνοποίηση της ακαδημαϊκής δραστηριότητας μέσω της κατοχύρωσης της δυνατότητας κοινών μεταπτυχιακών προγραμμάτων ελληνικών και ξένων ΑΕΙ και της ίδρυσης του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδας. Ακόμη, ο Ν. 3549/2007 μεταρρύθμισε για πρώτη φορά μετά το 1982 το θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ με έμφαση στην αυτοδιοίκηση, την κοινωνική λογοδοσία και τη διαφάνεια. Στην ίδια κατεύθυνση και ο νόμος για την έρευνα, που εκπονήθηκε από τα υπουργεία Ανάπτυξης και Παιδείας και δεν εφαρμόσθηκε ποτέ.
Επίσης, σε επίπεδο χρηματοδότησης ενισχύθηκε η κρατική στήριξη στη λειτουργία των ΑΕΙ και τα έργα υποδομής. Ακόμη, διασφαλίσθηκε για την προγραμματική περίοδο 2008 - 2013, και μάλιστα πριν από οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ από τον Μάιο του 2007 ήδη, το ποσό των 3,3 δισ. ευρώ για την εκπαίδευση, εκ των οποίων 420 εκατομμύρια ευρώ για την έρευνα. Το ερώτημα είναι πώς χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα ποσά, ενώ η προγραμματική περίοδος βρίσκεται στο τέλος, και ποιο ήταν το αποτέλεσμα των δράσεων.
Γνωρίζοντας τον χώρο της πανεπιστημιακής έρευνας και εκπαίδευσης, κρίνω ότι πράγματι η χώρα διαθέτει ισχυρές προϋποθέσεις για να συμμετάσχει δυναμικά στην προώθηση της καινοτομίας και της αριστείας. Ωστόσο, το ζήτημα είναι να μετουσιώσουμε τις προϋποθέσεις σε πράξεις και απτά αποτελέσματα. Η υπόθεση αυτή δεν είναι εύκολη. Από μια άποψη αντανακλά δυσκολίες και αγκυλώσεις που παρατηρούνται σε όλο το εύρος της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης, της πολιτικής και της κοινωνίας εν γένει.
Δυστυχώς, λόγω της γενικότερης αβελτηρίας των πολιτικά υπευθύνων και των διοικήσεων των ΑΕΙ, στον χώρο των πανεπιστημίων αναπτύχθηκαν και εδραιώθηκαν στάσεις και αντιλήψεις που αντιστρατεύθηκαν στη διάχυση ενός πνεύματος ερευνητικής άμιλλας, εξωστρέφειας και επινοητικότητας, με αποκορύφωμα την άκρως συμβολική κατάργηση της στοιχειώδους βάσης του δέκα (10), που αποτελούσε και το μήνυμα ότι τα πανεπιστήμια είναι χώροι έρευνας, επιστήμης και αριστείας και όχι μηχανισμός πρόχειρης διευθέτησης πολιτικών εκκρεμοτήτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιστημονικοί κλάδοι λειτούργησαν ερήμην των πραγματικών προκλήσεων της κοινωνίας και της οικονομίας, των ερευνητικών εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο. Ως δημόσια χρηματοδοτούμενοι φορείς με σκοπό το δημόσιο συμφέρον, τα πανεπιστήμια πρέπει να στραφούν απαρέγκλιτα σε δράσεις καινοτομίας και έρευνας με τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα. Οι πρωτοποριακοί πυρήνες που εντοπίζονται σε κάθε ακαδημαϊκή σχολή και τμήμα πρέπει να αναδειχθούν, να συνεργασθούν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και να οδηγήσουν σε κοινωνικά ωφέλιμο έργο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέρος της ευθύνης αναλογεί στην Πολιτεία, η οποία οφείλει να εξασφαλίσει θεσμικούς όρους και υλικές προϋποθέσεις. Το σημαντικότερο, όμως, είναι να διαθέτει ισχυρή πολιτική βούληση και επιμονή για την επίτευξη στόχων πολιτικής, που θα εκπληρωθούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή σε χρόνο που δεν ταυτίζεται με τον πολιτικό χρόνο. Πολιτεία και πανεπιστήμια πρέπει, λοιπόν, να επιδείξουν από κοινού και εμπράκτως πνεύμα αριστείας για το καλό της χώρας, παραμερίζοντας οριστικά τη «λογική» της μαζικής παραγωγής πτυχίων χωρίς επιστημονικό αντίκρισμα, στο πλαίσιο μιας δήθεν κρατικής φροντίδας για μια αόριστη έννοια μόρφωσης, που συνήθως δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες προκλήσεις για τον τόπο μας και τον λαό μας.
* Η κ. Μαριέττα Γιαννάκου είναι επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρώην υπουργός Παιδείας. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου