Για
να καλωσορίσω τον νέο χρόνο, αποφάσισα να μιλήσω κάτω από το βάρος των
πρόσφατων προσωπικών μου βιωμάτων, δηλαδή ως φορολογούμενος πολίτης της μεσαίας
τάξης. Δύο μέρες, λοιπόν, πριν από την άφιξη της καινούργιας χρονιάς, βγήκα από
την τράπεζα έχοντας προκαλέσει σημαντική μείωση στις οικογενειακές καταθέσεις.
Είχα μόλις πληρώσει τη δεύτερη και τελευταία δόση του φόρου εισοδήματος, τον
ΦΑΠ των τριών τελευταίων ετών, την, δεν θυμάμαι ποια, δόση του χαρατσιού που
χαρακτηρίστηκε από τους σοσιαλιστές ο πιο δίκαιος φόρος –αν φυσικά εξέλειπαν
όλοι οι άλλοι–, τα τέλη κυκλοφορίας που αυξήθηκαν δραματικά τα τελευταία πέντε
χρόνια και τον νέο καταπληκτικό φόρο πολυτελείας για το οκτώ ετών αυτοκίνητό
μου.
Αυτός ειδικά ο τελευταίος φόρος με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Υπολόγισα
λοιπόν πως κάθε χρόνο πληρώνω περίπου το ένα πέμπτο της σημερινής εμπορικής
αξίας του αυτοκινήτου μου σε τέλη. Με άλλα λόγια, κάθε πέντε χρόνια αγοράζω
ξανά το αυτοκίνητό μου. Ωραία δουλειά!
Με έναν πρόσθετο γρήγορο υπολογισμό, συνειδητοποίησα πως καταβάλλω
περισσότερο από το 60% των εισοδημάτων μου ετησίως σε άμεσους και έμμεσους
φόρους. Το τραγικό είναι πως για κάθε νέο φόρο ή αύξηση του παλιού που
επιβάλλεται, πλανάται πάνω μου η απειλή πως, αν δεν τον πληρώσω στην ώρα του,
θα αρχίσουν οι προσαυξήσεις και μετά μπορεί να έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.
Δυστυχώς, εγώ δεν είμαι οπαδός του κινήματος «δεν πληρώνω». Πείτε με αφελή,
αλλά, όπως πολλοί από εσάς, δεν μου αρέσει να χρωστάω, ειδικά μάλιστα στο
κράτος, και όταν αυτό συμβαίνει αγχώνομαι υπερβολικά. Βλέπω στις ειδήσεις
ανθρώπους που τους συνέλαβαν για χρέη προς το Δημόσιο και βάζω έντρομος τον
εαυτό μου στη θέση τους.
Με τούτα και μ’ εκείνα αισθάνομαι πως ως πολίτης είμαι
ιδιοκτησία του κράτους. Οποτε αυτό θέλει, εισβάλλει στη ζωή μου και αυθαιρέτως
αλλάζει προς το χειρότερο τις συνθήκες της διαβίωσής μου, αδιαφορεί για τους
προγραμματισμούς μου, με υποχρεώνει να πληρώνω χωρίς να με ρωτήσει και χωρίς να
ξέρω πού πηγαίνουν τα χρήματά μου. Το ελληνικό κράτος κουρελιάζει χωρίς αιδώ το
κοινωνικό συμβόλαιο με τους φορολογούμενους πολίτες.
Και γιατί όλα αυτά, παρακαλώ; Για να συντηρείται ένα σπάταλο,
πελατειακό και σε πολλούς τομείς άχρηστο ή χαμηλής ποιότητας Δημόσιο· για να
έχουν φοροαπαλλαγές οι βουλευτές· για να ξοδεύουν χρήματα τα κόμματα σε
διαφήμιση και σε εκδρομές των στελεχών τους· για να αγοράζονται απίστευτοι
όγκοι «αμυντικών» εξοπλισμών προκειμένου να πλουτίζει ο κάθε Τσοχατζόπουλος ή
Κάντας· για να χρηματοδοτούνται οι ποδοσφαιρικές ομάδες και τα σωματεία που
φέρνουν ψήφους σε βουλευτές και υπουργούς· για να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια
πανεπιστημιακά τμήματα και ΤΕΙ σε κάθε χωριό της Ελλάδας χωρίς προγραμματισμό,
μόνο και μόνο για να πουληθεί κανένα σουβλάκι παραπάνω, να νοικιαστεί κάνα
διαμέρισμα και να διατηρηθεί η νυχτερινή ζωή στην περιφέρεια. Εντέλει, αγνοώ
πόσα από τα λεφτά μου πηγαίνουν ουσιαστικά στο καλάθι των αχρήστων ή, ακόμη
χειρότερα, σε αντιπαραγωγικές δραστηριότητες που και την οικονομία καταστρέφουν
και τους πολίτες εκμαυλίζουν. Είμαι όμως πεπεισμένος πως είναι πολλά.
Αν λοιπόν θέλουμε, να κάνουμε μια νέα αρχή και να ξαναγράψουμε
το κουρελιασμένο κοινωνικό μας συμβόλαιο, πρέπει να συμφωνήσουμε εκ των
προτέρων σε κάτι απλό αλλά ουσιαστικό: έχουμε ανάγκη από μικρότερο κράτος. Αυτό
σημαίνει στην πράξη περισσότερα χρήματα στην κοινωνία και απελευθέρωση των
πολιτών από τον πνιγηρό εναγκαλισμό της εξουσίας. Οσοι πάλι υποστηρίζουν το
μεγάλο κράτος από τη μία και καταφέρονται εναντίον της υπερφορολόγησης από την
άλλη, είτε είναι δημαγωγοί είτε δεν καταλαβαίνουν για τι ακριβώς μιλούν. Εδώ το
δίλημμα είναι σαφές: μεγάλο κράτος και υψηλή φορολογία από τη μία, μικρό κράτος
και χαμηλή φορολογία από την άλλη.
Θα ήθελα να κλείσω με πιο αισιόδοξους τόνους, αλλά μόλις διάβασα
στην «Καθημερινή» πως μετέπειτα από δικαστική απόφαση, εκτός από τους
βουλευτές, και οι δικαστές, με βάση το Σύνταγμα, δικαιούνται 25% φοροαπαλλαγή
επί των ακαθάριστων αποδοχών τους. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, οι
τρεις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) είναι ίσες και κατά
συνέπεια θα πρέπει να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, έστω και αν αυτή
είναι ιδιαίτερη. Προφανώς λανθασμένα, νόμιζα πως όλοι οι πολίτες σε αυτήν τη
χώρα είναι ίσοι και πως δεν θα πρέπει να υπάρχει, ως εκ τούτου, ειδική
φορολογική αντιμετώπιση για καμιά κατηγορία πολιτών, πολύ περισσότερο για τις
ελίτ της εξουσίας, που οφείλουν να δίνουν το παράδειγμα της χρηστής διαβίωσης.
Ωραίο Σύνταγμα! Τελικώς, πείθομαι ολοένα και περισσότερο πως ο χειρότερος
ελληνικός νόμος είναι το Σύνταγμα.
* Νίκος Μαραντζίδης αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και
στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου