Πρόκειται για παιδιά τα οποία για μια σειρά από αιτίες παρουσιάζουν επιδόσεις χαμηλότερες των δυνατοτήτων τους
Της Βασιλικης Χρυσοστομιδου
«Είναι έξυπνος, αλλά δε διαβάζει!», «Είναι καλός αλλά δεν προσπαθεί!». Αυτές είναι οι συνήθεις συστάσεις για τον μαθητή με υπο-επίδοση. Η ταυτότητά του; «Είναι ο μαθητής που παρουσιάζει επιδόσεις χαμηλότερες των δυνατοτήτων του», σύμφωνα με τον ο κ. Δημήτρη Ζμπάινο, επίκουρο καθηγητή εκπαιδευτικής αξιολόγησης και εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. «Στο σχολείο, δεν προσπαθεί, αγνοεί τις απαιτήσεις του καθηγητή, με αποτέλεσμα η βαθμολογία του να είναι χαμηλή. Θα πετάξει τη σχολική τσάντα στο σπίτι για να ξαναφύγει ή θα μαλώσει με τους γονείς του. Συχνά, πρόκειται για πολύ ζωηρά παιδιά», προσθέτει ο ίδιος.
Πώς εκδηλώνεται ο συγκεκριμένος τύπος μαθητή πριν τον αποκαλύψουν οι βαθμοί του; Οπως παρατηρεί η κ. Αικατερίνη Μαριδάκη-Κασσωτάκη, καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και διευθύντρια του ΠΜΣ «Εκπαίδευση και Πολιτισμός», «ο συγκεκριμένος μαθητής μπορεί να είναι νωθρός ή αποστασιοποιημένος από τη μαθησιακή διαδικασία, να αρνείται να μελετήσει, να διακρίνεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, φόβο αποτυχίας. Μπορεί ακόμη να παραπονιέται για σωματικά προβλήματα ή να αρνείται να πάει στο σχολείο. Ισως πάλι να εκδηλώνει κάποια μαθησιακή δυσκολία, όπως δυσλεξία, αδυναμία συγκέντρωσης/προσοχής ή υπερκινητικότητα. Ενας μαθητής με υπο-επιδόσεις μπορεί να είναι χαρισματικός και να βρίσκει το σχολείο βαρετό. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, οι γονείς αξίζει να το διερευνήσουν με τη βοήθεια κάποιου ειδικού», θα πει η καθηγήτρια.
Πώς όμως ανιχνεύονται οι μαθητές με υπο-επιδόσεις; Ο κ. Ζμπάινος αναφέρει: Πραγματοποιούνται τεστ σχολικής επίδοσης, όπου λαμβάνονται υπόψη η μαθηματική ή γλωσσική ικανότητα του ατόμου. Τα αποτελέσματα συγκρίνονται με τεστ νοημοσύνης και αν υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ τους, αν διαπιστωθεί πως ένα παιδί βρίσκεται στο καλύτερο 10% στο τεστ νοημοσύνης και στο χειρότερο 10% στο τεστ επίδοσης, τότε λέμε ότι πρόκειται για χαρισματικό παιδί με υπο-επίδοση». Σε ό,τι αφορά την αφετηρία του προβλήματος, η κ. Μαριδάκη - Κασσωτάκη εξηγεί πως «οι λόγοι ποικίλλουν για κάθε μαθητή, ενώ συνήθως σχετίζονται με το οικογενειακό και το σχολικό του περιβάλλον. Η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των γονέων, η απόρριψη των παιδιών ή η αδιαφορία, η υπερπροστατευτικότητα, ο αυταρχισμός που οδηγούν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά και η ζήλια ή αρνητικά συναισθήματα μεταξύ αδερφών, μπορεί να διασαλεύσουν τη συναισθηματική ισορροπία των μαθητών. Στο σχολείο, όταν ο δάσκαλος δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή, θέτει στόχους που δεν ανταποκρίνονται στις νοητικές του δυνατότητες, το παιδί αποθαρρύνεται. Καθοριστική είναι και η σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά - κυρίως μετά την Ε΄ ή Στ΄ δημοτικού. Λόγοι υγείας, είτε συναισθηματικής είτε γονιδιακής αιτιολογίας, συμπληρώνουν τη λίστα».
Αξιοποίηση ικανοτήτων
«Ιδανικά θα έπρεπε να αναζητηθούν τρόποι ώστε η ίδια η κοινωνία να αξιοποιήσει τις ικανότητες των παιδιών αυτών στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων τους. Αν μάλιστα, τα εντοπίζαμε νωρίς –στην Δ΄ ή Ε΄ Δημοτικού– θα μπορούσαμε να τα ενισχύσουμε, καλλιεργώντας την αυτοεκτίμησή τους – σε εξατομικευμένο πάντα επίπεδο», επισημαίνει ο κ. Ζμπάινος. Τόσο για τον εντοπισμό όσο και για τη σχετική υποστήριξη, η κ. Μαριδάκη-Κασσωτάκη παραπέμπει τους ενδιαφερόμενους γονείς «σε δημόσια κέντρα, όπως τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας, τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.ΔΥ), για την αξιολόγηση των παιδιών τους και σε διάφορα ιδιωτικά συμβουλευτικά Κέντρα. Ακόμη, στο –νεοϊδρυθέν και μοναδικό στην Ελλάδα– Κέντρο Μελέτης Οικογένειας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, για συμβουλευτική υποστήριξη και αξιολόγηση των χαρισματικών παιδιών».
«Η ενισχυτική βοηθάει»
«Τα χειρότερά μου; Αρχαία και Ιστορία. Πιστεύω ότι δεν χρειάζονται και τα βαριέμαι», δηλώνει μαθητής Γ΄ Γυμνασίου, δυσλεκτικός, στο πλαίσιο έρευνας που διενήργησε το Χαροκόπειο για δύο συνεχόμενες χρονιές σε σχολεία στα Πατήσια. Την εικόνα, ολοκληρώνει το ίδιο παιδί: «Ερχεται φιλόλογος και με βοηθάει στο σπίτι, μου κάνει μετάφραση, λεξιλόγιο, γραμματική – όλα. Στα μαθηματικά, το ίδιο. Αν δεν καταλαβαίνω κάτι, θα ρωτήσω τον δάσκαλο στο σπίτι. Τα ιδιαίτερα βοηθάνε καλύτερα γιατί τα λένε μόνο σε σένα, ενώ στην τάξη τα λένε σε όλους. Γι’ αυτό κάθε χρόνο, κάνω όλο και περισσότερα».
Αυτή είναι όμως η ενδεδειγμένη λύση; «Στην ενισχυτική διδασκαλία, καταφεύγουν οι περισσότεροι γονείς, χωρίς, ωστόσο, εγγυημένο αποτέλεσμα. Μερικά παιδιά θα βελτιωθούν, άλλα πάλι “δεν μπορούν να καταπιούν το χάπι” του σχολείου», θα πει ο κ. Ζμπάινος. «Αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν, οι ίδιοι οι μαθητές παίρνουν όλο το βάρος της υπο-επίδοσης πάνω τους, θεωρώντας πως εκείνοι φταίνε. Αξίζει να σημειωθεί πως ορισμένα από αυτά, είναι εξαιρετικά δημιουργικά, καλλιτεχνικές φύσεις ή ασχολούνται με κατασκευές. Κυρίως όμως ασχολούνται με υπολογιστές. Θυμάμαι 15χρονο στην έρευνα, που παραπονιόταν για την καθημερινή γκρίνια της οικογένειά του: “Πάλι στο κομπιούτερ είσαι;” και αντιδρούσε: “Μα, εγώ, το λύνω και το δένω σε χρόνο μηδέν”».
http://news.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου