Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε το σχέδιο νόμου για το Νέο και το Τεχνολογικό Λύκειο. Κάθε μεταρρύθμιση στην παιδεία και κάθε αλλαγή που εφάρμοζε ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας στη χώρα μας, είχε συνήθως ως άξονα το σχολείο και τη σύνδεση ή τη μη σύνδεσή του με την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Και δε μιλάμε για μια και δυο αλλαγές αλλά για δεκάδες, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και μετά, την ώρα που σπανίως συγκροτήθηκε στο παρελθόν διακομματική επιτροπή Παιδείας και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Σε ελάχιστες περιπτώσεις πριν τη ψήφιση νομοσχεδίου για την Παιδεία υπήρξε διακομματικός συντονισμός και διάλογος με ουσιαστικά αποτελέσματα.
Ο πλήρης αποκλεισμός των Πανεπιστημίων από τη διαδικασία της επιλογής των υποψήφιων φοιτητών έλαβε χώρα το 1964 με την τότε μεταρρύθμιση. Μέχρι το ’64, αλλά και στη συνέχεια, ουκ ολίγα εκπαιδευτικά «πειράματα» έκαναν την εμφάνιση τους επισύροντας και τις ανάλογες αντιδράσεις από μαθητές και καθηγητές. Κύριος εισηγητής της μεταρρύθμισης εκείνης ήταν ο Ευάγγελος Παπανούτσος.
Αλλαγές – «σταθμοί»
Στις απαρχές του ελληνικού Πανεπιστημίου (1837), τα πράγματα ήταν αρκετά απλά. Η πρόσβαση στο πρώτο Πανεπιστήμιο των Αθηνών ήταν απολύτως ελεύθερη σε όσους ήταν κάτοχοι απολυτηρίου Γυμνασίου. Η μόνη υποχρέωση που είχε ο κάτοχος αυτού του τίτλου, ο οποίος ήθελε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, ήταν «να παρουσιασθή εις τον Πρύτανιν υφ” ενός κτηματίου ή σταθερού κατοίκου Αθηνών, προς τον οποίον αι αρχαί του Πανεπιστημίου θέλουν διευθύνεσθαι οσάκις έχουν να πέμψουν εις τον φοιτητήν κοινοποιήσεως προσκλήσεις…» (Δ. 14/24.4.1837, άρθρο 11).
Η παροχή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ήταν δωρεάν, κατάσταση η οποία «επιβλήθηκε» όχι μόνο από την προσπάθεια διάδοσης της ανώτατης παιδείας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και την προσέλκυση φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, αλλά και από την αδυναμία της πλειονότητας των φοιτητών της εποχής εκείνης να πληρώσουν δίδακτρα. Κατ” εξαίρεση, οι αποφοιτούντες από το πανεπιστήμιο όφειλαν να καταβάλουν το ποσόν των 10 δραχμών για τη λήψη του πτυχίου τους.
Από το 1837 μέχρι το 1847 ο αριθμός των φοιτητών υπερδιπλασιάστηκε. Παρά τις όποιες κυβερνητικές παρεμβάσεις, σημαντικοί φραγμοί για την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο δεν τίθενται μέχρι το 1922.
Η ρύθμιση του 1918 και οι άμεσοι διορισμοί στο Δημόσιο
Το 1918 ορίστηκε κλειστός αριθμός εισακτέων –πρώτη φορά εφαρμογής του θεσμού στην Ελλάδα– στη Σχολή Τοπογράφων Μηχανικών του Πολυτεχνείου. Το μέτρο συνοδεύτηκε με μια δέσμευση: Όσοι εισάγονταν με αυτόν τον τρόπο είχαν εξασφαλισμένο διορισμό στο Δημόσιο αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου τους. Η ρύθμιση στηριζόταν προφανώς σε έναν πολύ απλό συλλογισμό: Αφού η μόνη επαγγελματική διέξοδος των πτυχιούχων της Σχολή Τοπογράφων Μηχανικών ήταν το Δημόσιο, η κρατική αυτή σχολή έπρεπε να εκπαιδεύει τόσους όσους χρειαζόταν ή μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Δημόσιο.
Σύμφωνα με τον Ν. 2905/1922 «Περί Οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου», πρώτη προϋπόθεση για την εισαγωγή ήταν το Απολυτήριο Δημοσίου Γυμνασίου ή του Πρακτικού Λυκείου Αθηνών ή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Δεύτερη προϋπόθεση ήταν η επιτυχία σε δοκιμασία που όρισε επιτροπή η οποία αποτελούνταν από καθηγητές του πανεπιστημίου. Όσοι προέρχονταν από το Πρακτικό Λύκειο Αθηνών ή άλλο ομοειδές εκπαιδευτήριο μπορούσαν να εγγραφούν στην Ιατρική Σχολή ή στη Σχολή Φυσικών και Μαθηματικών Σπουδών. Οι απόφοιτοι της Ριζαρείου είχαν το δικαίωμα εγγραφής στη Θεολογική Σχολή.
Οι πρώτοι διαγωνισμοί
Συστηματική εφαρμογή του θεσμού των εισαγωγικών εξετάσεων υλοποιήθηκε το 1924-25 για το Χημικό Τμήμα και το 1926-27 για τις άλλες σχολές. Οι πρώτοι διαγωνισμοί για επιλογή περιορισμένου αριθμού φοιτητών πραγματοποιήθηκε σε ευρύτερα επίπεδα μετά το 1930. Με νόμο του 1930 ορίζεται ότι ο αριθμός των εισακτέων στα δύο πανεπιστήμια θα καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου υπουργού και μετά τη γνώμη της Συγκλήτου. Το μέτρο εφαρμόζεται αρχικά στις σχολές όπου εμφανίζεται πληθώρα υποψηφίων και σταδιακά επεκτείνεται. Οι πρώτες σχολές που εφάρμοσαν το μέτρο ήταν η το Οδοντιατρικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Οι απόφοιτοι της Μέσης Εκπαίδευσης μπορούσαν τότε να είναι υποψήφιοι για διάφορες σχολές και συμμετείχαν, αν το επιθυμούσαν, περισσότερες από μία φορές στις εξεταστικές δοκιμασίες που πραγματοποιούνταν κατά σχολή.
Στη συνέχεια έκαναν την εμφάνιση τους και τα πρώτα προβλήματα.
Οι «φοιτητές – μετανάστες» έκαναν την εμφάνιση τους
Επί υπουργού Παιδείας Α. Γεροκωστόπουλου οι εξετάσεις μετατράπηκαν το 1954 σε διαγωνισμό, ο οποίος πραγματοποιούνταν κατά σχολές μία φορά τον χρόνο, με στόχο την αυστηρότερη εφαρμογή του κλειστού αριθμού εισακτέων.
Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του 1954 προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της εποχής που σχετίζονταν με τη μετάβαση από τη μέση στην ανώτατη εκπαίδευση. Ποιο ήταν το κύριο πρόβλημα; Η «εφάπαξ» εξέταση των υποψηφίων άφηνε πολλά περιθώρια στον παράγοντα «τύχη».
Πολλοί αποτυχόντες επανέρχονταν στις εξετάσεις, ενώ η φυγή στο εξωτερικό για σπουδές άρχισε να εμφανίζεται ήδη από αυτή την εποχή.
Η Επιτροπή Παιδείας του 1958 ασχολήθηκε και με το ζήτημα της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση, διαπιστώνοντας σοβαρές ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή, αναχρονιστικά προγράμματα στα σχολεία, κακή διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, κλειστό αριθμό εισακτέων στα ΑΕΙ κτλ. Η αναμενόμενη μείωση της στροφής προς τα πανεπιστήμια διαμόρφωνε από τότε την προοπτική μελλοντικής κατάργησης των εισαγωγικών εξετάσεων. Σταδιακά, τα ΑΕΙ δεν ήταν σε θέση να απορροφήσουν τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων, παρά την προσπάθεια αύξησης του αριθμού εισακτέων.
Η μεταρρύθμιση του 1963-64
Βασικός στόχος της επόμενης μεταρρύθμισης ήταν ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και η προώθηση του αιτήματος της ισότητας ευκαιριών. Στόχος ήταν επίσης η καθιέρωση της δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες, η διαίρεση του εξατάξιου Γυμνασίου σε δύο κύκλους και η θέσπιση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου.
Μια παραλλαγή του ακαδημαϊκού απολυτηρίου εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το 1963-64. Οι ανώτατες σχολές διαιρέθηκαν σε τέσσερις ομάδες και κάθε υποψήφιος είχε το δικαίωμα να διαγωνισθεί για δύο ομάδες σχολών. Οι εξετάσεις γίνονταν πάνω σε κοινή εξεταστέα ύλη στις έδρες των Γενικών Επιθεωρήσεων και συντονίζονταν από κεντρική επιτροπή υπό την προεδρία του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας. Οι βαθμοί των τάξεων του Γυμνασίου δεν επηρέαζαν τη συνολική βαθμολογία, ενώ κατοχύρωση βαθμολογίας δεν υπήρχε. Αντίθετα υπήρχαν συντελεστές βαρύτητας για τα εξεταζόμενα μαθήματα.
Οι εισαγωγικές εξετάσεις
Με νόμο του 1964 το απολυτήριο του Γυμνασίου επικύρωνε την αποφοίτηση από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν παρείχε όμως το δικαίωμα φοίτησης στα ΑΕΙ. Η πρόσβαση σε αυτά ήταν δυνατή με την απόκτηση, ύστερα από εξετάσεις, του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, το οποίο ήταν δύο τύπων: Α και Β. Ο ένας τύπος ίσχυε για την εισαγωγή στις σχολές θετικών επιστημών και ο άλλος για τις σχολές θεωρητικών επιστημών.
Και μετά, ήρθε η δικτατορία
Η οποία δικτατορία κατάργησε τη μεταρρύθμιση του 1963-64, αλλά διατήρησε τη διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων από το υπουργείο Παιδείας. Το δικτατορικό καθεστώς κατένειμε τις διάφορες σχολές σε κύκλους συγγενών επιστημών, ο αριθμός των οποίων πέρασε από τους έξι αρχικά στους 13 αργότερα. Για κάθε κύκλο σπουδών οι υποψήφιοι εξετάζονταν στα λειτουργούντα εξεταστικά κέντρα σε ορισμένο αριθμό μαθημάτων. Με βάση την επίδοσή τους στα μαθήματα αυτά γινόταν και η επιλογή τους. Ο βαθμός του εξατάξιου Γυμνασίου δεν λαμβανόταν υπόψη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός των εισακτέων άρχισε να καθορίζεται αυθαίρετα από το υπουργείο Παιδείας.
Η επαναφορά της «νεκρής» μεταρρύθμισης του 1963
Μετά το τέλος της δικτατορίας, η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε να επαναφέρει τη μεταρρύθμιση του 1963-64 αλλά με αρκετές παραλλαγές. Όσον αφορά τη μετάβαση των μαθητών από τη δευτεροβάθμια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνεχίσθηκε ο συγκεντρωτικός τρόπος επιλογής των φοιτητών και η λογική του περιορισμένου αριθμού εισακτέων.
Έτσι καθιερώθηκε ένας μηχανισμός εισαγωγικών εξετάσεων στα Λύκεια ούτως ώστε ο αριθμός αυτών που θα εισάγονταν στα Γενικά Λύκεια να μην είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που θα απορροφούσαν τα ΑΕΙ. Οι αποκλειόμενοι από τα Γενικά Λύκεια θα φοιτούσαν στα νεοδημιουργηθέντα τότε Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια (ΤΕΛ) και στις νέες Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές.
Για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θεσπίσθηκε το σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, τα μαθήματα των οποίων χωρίστηκαν σε κορμού και επιλογής. Στα μαθήματα επιλογής διενεργούνταν πανελλήνιες εξετάσεις, οι οποίες άρχισαν το 1978-79 στη Β” Λυκείου.
Η πρώτη άνθιση των φροντιστηρίων
Η στενή εξάρτηση του Λυκείου από το σύστημα εισαγωγής στα τριτοβάθμια ιδρύματα έδωσε σε αυτό τον χαρακτήρα της φροντιστηριακής προπαρασκευής των υποψηφίων για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Επιπλέον η παραπαιδεία ενισχύθηκε, ενώ η διάκριση των μαθημάτων σε μαθήματα κορμού και επιλογής προκάλεσε έντονα αρνητικές κριτικές.
Η μεταρρύθμιση Ράλλη
Η γνωστή «μεταρρύθμιση Ράλλη» του 1976 κατήργησε το παλιό εξατάξιο Γυμνάσιο, και προχώρησε στο διαχωρισμό της μέσης εκπαίδευσης σε τριτάξιο γυμνάσιο, και γενικό λύκειο, καθώς και στη δημιουργία των τεχνικό-επαγγελματικών λυκείων, αλλά και στην ίδρυση των ΚΑΤΕΕ (τα σημερινά ΤΕΙ).
Το 1978, ο περιβόητος νόμος 815 φέρνει διπλή εξεταστική δοκιμασία (Β΄ και Γ΄ Λυκείου),που όχι μόνο δεν έφερε την πολυθρύλητη και πολυδιαφημιζόμενη Ελεύθερη Εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, αντίθετα , όξυνε τις εκπαιδευτικές ανισότητες, αφού μετέτρεψε το Λύκειο σε εξεταστικό κέντρο. Την περίοδο 1978–79 ξεκίνησε η διάκριση των μαθημάτων στα δυο τελευταία χρόνια του σχολείου σε κορμού και επιλογής.
Οι δέσμες
Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1983 καθιέρωσε με νόμο το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων, γνωστό και ως σύστημα των δεσμών. Τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του συστήματος ο βαθμός του απολυτηρίου Λυκείου, και συγκεκριμένα ο βαθμός της Γ” Λυκείου, έπαιζε ρόλο στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, από το 1988 το Λύκειο αποδεσμεύθηκε από την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, καθεστώς που ίσχυσε ως και το σχολικό έτος 1998-1999.
Το «αιματοβαμμένο» 1991
Το 1991 Το νομοσχέδιο Κοντογιαννόπουλου προέβλεπε μεταξύ άλλων :
-Μείωση αργιών
-Κατάργηση αδικαιολόγητων απουσιών
-Γραπτές εξετάσεις και επιστροφή της αριθμητικής βαθμολογίας στο δημοτικό
-Σύστημα πόντων για τον έλεγχο της συμπεριφοράς των μαθητών ακόμα και εξωσχολικά
-Κατάργηση των μαθητικών γενικών συνελεύσεων του σχολείου
-Επιβολή «ομοιόμορφης εμφάνισης»
-Έπαρση σημαίας, υποχρεωτικό εκκλησιασμό
-Πρόσληψη εκπαιδευτικών κατόπιν συνέντευξης
-Για την τριτοβάθμια εκπαίδευση προέβλεπε κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων , εντατικοποίηση .
-Περικοπή φοιτητικής συμμετοχής στα όργανα συνδιοίκησης των ΑΕΙ
-Κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου.
Η αντίδραση της νεολαίας στο νομοσχέδιο ήταν μαζική και εκφράστηκε μέσα από μαζικές καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων (πάνω από 65% των σχολείων της χώρας βρισκόταν υπό κατάληψη), ενώ σε όλες περίπου τις πόλεις της χώρας οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο .Σε μια επίθεση στο 3ο Γυμνάσιο-Λύκειο Πάτρας, περίπου στις 22:30 της 8ης Ιανουαρίου του ‘91, ο Ιωάννης Καλαμπόκας, πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και επικεφαλής των τραμπούκων, δολοφόνησε τον καθηγητή Τεμπονέρα, που είχε σπεύσει στο σημείο για να βοηθήσει τους μαθητές του, χτυπώντας τον με σιδερολοστό στο κεφάλι.
Το 1991 . Ο Β. Κοντογιαννόπουλος παραιτείται και ο Γ. Σουφλιάς, που τον διαδέχεται, ανακοινώνει την απόσυρση των επίμαχων νομοθετημάτων και την έναρξη διαλόγου «από μηδενική βάση».
Ο Ν. 2083 για τα ΑΕΙ του επομένου Υπουργού Παιδείας Γ. Σουφλιά δε θεωρείται ότι αποτελεί ανατροπή του Ν. 1268. Εξάλλου μόνο δύο από τα 51 άρθρα του Ν. 1268/82 καταργεί. Έχοντας ρυθμιστικό κυρίως χαρακτήρα προσπάθησε να αντιμετωπίσει δυσλειτουργίες και υπαρκτά προβλήματα από την εφαρμογή του Ν. 1268, έστω και αν στην πολιτική του στόχευση ήταν μία ανακατανομή εξουσιών στο εσωτερικό των πανεπιστημίων και διατάραξη των νέων ισορροπιών που δημιούργησε στο μεταξύ ο Ν. 1268.
Η μεταρρύθμιση του Αρσένη (1998)
Με την μεταρρύθμιση Αρσένη επανήλθαν οι εξετάσεις και μάλιστα πανελλαδικού τύπου σε 14 μαθήματα στη Β´ και στην Γ´ Λυκείου, ενώ «εισιτήριο» για την εισαγωγή των υποψηφίων του νέου συστήματος στα ΑΕΙ και ΤΕΙ ήταν πλέον μόνο το απολυτήριο του Ενιαίου Λυκείου.
Οι Γενικές Εξετάσεις στα τέσσερα μαθήματα των δεσμών καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με πέντε επιστημονικά πεδία. Παράλληλα, οι μαθητές με βαθμό απολυτηρίου 9,5 μπορούσαν να εισάγονται σε σχολές (χαμηλών βάσεων) της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η διεξαγωγή πανελλαδικών εξετάσεων σε 14 μαθήματα, και μάλιστα στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, ξεσήκωσε τη γνωστή θύελλα αντιδράσεων επί υπουργίας Αρσένη με συνεχείς καταλήψεις και μαζικές κινητοποιήσεις μαθητών και καθηγητών.
«Διπλή» εξεταστική διαδικασία πάντως, υπήρξε και την περίοδο 1978-79 με τον νόμο «815″. Νόμο που αποσύρθηκε λίγους μήνες μετά την ψήφιση του.
Ο Πέτρος Ευθυμίου μείωσε τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα στη Β” Λυκείου από 14 σε εννέα και στη Γ” Λυκείου από 13 σε εννέα.
Με τον νόμο πλαίσιο (Ν.3549/2007) της Μ. Γιαννάκου εισήχθη η βάση του 10 για πρόσβαση στα Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι.
Σταδιακά τα εξεταζόμενα μαθήματα άρχισαν να μειώνονται από εννέα σε έξι, μέχρι που φτάσαμε στο σήμερα.
2013: Πανελλαδικές σε 4 μαθήματα
Στις εξετάσεις για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση οι μαθητές θα διαγωνίζονται πλέον σε τέσσερα μαθήματα (από έξι, που ίσχυε έως σήμερα) και τα θέματα θα ορίζονται κατά ποσοστό 50%, με κλήρωση από τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας και κατά ποσοστό 50%, από την κεντρική επιτροπή εξετάσεων.
Για τον υπολογισμό του Βαθμού Πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα προσμετράται και ο «Βαθμός Προαγωγής και Απόλυσης» (ΒΠΑ), δηλαδή η τελική βαθμολογία του μαθητή και στις τρεις τάξεις του Λυκείου.
Πρόεδρος ΟΛΜΕ: «Γυρίζουμε τρεις δεκαετίες πίσω»
Ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Θέμης Κοτσιφάκης, χαρακτηρίζει από τη δική του μεριά τις αλλαγές του Υπουργείου Παιδείας «αντιεκπαιδευτικές».
Μιλώντας στο NEWS247 ανέφερε ότι με τον νέο νόμο, αυξάνεται ο «εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας του λυκείου με πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις σε όλες τις τάξεις του γενικού αλλά και στην πρώτη τάξη του επαγγελματικού λυκείου. Κάτι τέτοιο συμβάλλει μόνο στην έξαρση της παραπαιδείας και στην επικέντρωση στις γνώσεις που είναι οι απολύτως απαραίτητες για τις εξετάσεις. Οι μαθητές εξωθούνται σε εφήμερη κατάρτιση».
Πρόσθεσε επίσης, ότι «διαλύεται και πολυδιασπάται ακόμα περισσότερο η τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση. Οι τομείς Υγείας – Πρόνοιας και Εφαρμοσμένων Τεχνών εξοβελίζονται οριστικά από τα ΕΠΑΛ. Δημιουργούνται σχολές κατάρτισης για απόφοιτους γυμνασίου από διάφορους φορείς, δημόσιους και ιδιωτικούς, γυρίζοντας το εκπαιδευτικό «ρολόι» πίσω τουλάχιστον τρεις δεκαετίες».
«Δεν είναι δυνατόν να συζητάμε στα σοβαρά για αλλαγές λίγες μέρες πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς την ώρα που κάθε χρόνο σημειώνονται δραματικές περικοπές στις δαπάνες για την παιδεία», κατέληξε.
Εν κατακλείδι.
Οποιαδήποτε σκέψη γύρω από τη μεταρρύθμιση της παιδείας δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει το σύνολό της αρχίζοντας από τα αρχικά της στάδια, εκείνα που αποτελούν τα κύρια στάδια διαμόρφωσης της κριτικής στάσης και σκέψης.
Και κάποια στιγμή, πρέπει να αρχίσει η διακομματική αντιμετώπιση του θέματος με ουσιαστικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου