Επανέρχομαι στο θέμα της «κυβερνώσας τεχνοκρατίας», διότι στους καιρούς που ζούμε, με την αντιπολίτευση να επιμένει στην στρατηγική της έντασης, το περιβεβλημένο με τον μανδύα της επιστημοσύνης ύφος τους μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες εκρήξεις.
Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι οι τεχνοκράτες κερδίζουν πάντα έδαφος σε περιόδους κρίσης και αμφισβήτησης αποτυχημένων πολιτικών και αποτυχημένων πολιτικών πρακτικών.
Αλλά έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί πως η «κυβερνώσα τεχνοκρατία» κατέληξε σε ακόμη μεγαλύτερες αποτυχίες.
Σημειώστε ότι στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας Πιερλουίτζι Μπερσάνι ανακοίνωσε ότι δεν θα συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια του κόμματος τεχνοκράτες από την κυβέρνηση Μόντι, διότι, όπως είπε, «η πολιτική είναι τέχνη υψηλού επιπέδου»…
Φυσικά. Διότι η Ιταλία έχει πικράν πείραν από τους τεχνοκράτες.
Η χώρα απέκτησε για πρώτη φορά κυβέρνηση τεχνοκρατών από τον Απρίλιο του 1993 ως τον Μάιο του 1994 υπό τον Κάρλο Ατσέλιο Τσιάμπι (τον μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας), διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας από το 1979 ως το 1993.
Επί των ημερών του η χώρα παρέλυσε. Οι «σοφοί» υπουργοί του όχι μόνο δεν έπαιρναν καμιά απόφαση, αλλά οι φάκελοι, τα χαρτιά και τα νομοσχέδια παρέμεναν επί μήνες σωροί στα γραφεία τους, διότι δεν τολμούσαν να τα παρουσιάσουν στη Βουλή και στη Γερουσία.
Τελικά η κυβέρνηση έπεσε, στην εξουσία βρέθηκε ο Μπερλουσκόνι για επτά μόλις μήνες, στη διάρκεια των οποίων ως υπουργός των Οικονομικών υπηρέτησε ο Λαμπέρτο Ντίνι, οικονομολόγος και στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπεύθυνος για την Ιταλία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Μάλτα και αργότερα στέλεχος της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας.
Μετά την πτώση της βραχύβιας εκείνης κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, που και εκείνος είχε υποπέσει στο… τεχνοκρατικό αμάρτημα, ο τεχνοκράτης Ντίνι πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο Σκάλφαρο.
Βρέθηκε στον πρωθυπουργικό θώκο χάρη στην ψήφο της Κεντροαριστεράς (το δικό του κόμμα, η δεξιά απείχε) και σχημάτισε και αυτός μια αμιγώς τεχνοκρατική κυβέρνηση.
Φυσικά, έπεσε κι’ αυτός με μεγάλο κρότο και το 1995 κυβέρνηση σχημάτισε ο Ρομάνο Πρόντι, με τον κεντροαριστερό συνασπισμό της «Ελιάς», στον οποίο είχε στο μεταξύ ενταχθεί ο Ντίνι με το κόμμα που στο μεταξύ είχε ιδρύσει, υπό την ονομασία «Ιταλική Ανανέωση».
«Τεχνοκράτες» είχε χρησιμοποιήσει και ο Πρόντι στην δική του κυβέρνηση, ως επικεφαλής της Κεντροαριστερής Συμμαχίας της «Ελιάς», με αποτέλεσμα αυτή να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη και ο ίδιος να παραιτηθεί.
Άλλωστε, και ο Πρόντι ως τεχνοκράτης προβλήθηκε και επικράτησε. Ως «Ιλ Προφεσσόρε» (ο καθηγητής) έγινε γνωστός. Με σπουδές στο London School of Economics και στο Στάνφορντ, καθηγητής Βιομηχανικής Πολιτικής στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, διοικητής της κρατικής εταιρίας που είχε υπό τον έλεγχό της όλες τις ΔΕΚΟ.
Επί των ημερών του επικράτησε το απόλυτο χάος. Δεν υπέγραφε κανείς τίποτε. Το μόνο του επίτευγμα (που είναι φανερό ότι θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα) η είσοδος της Ιταλίας στο ευρώ, με την βοήθεια του Τσιάμπι, που στο μεταξύ τον είχε διορίσει υπουργό των Οικονομικών.
Μετά την παραίτησή του, ο Πρόντι βρήκε άλλη τεχνοκρατική θέση, ως Πρόεδρος της Κομισιόν, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο, στον Μάσσιμο Ντ’ Αλέμα πρώτα και στον Μπερλουσκόνι μετά.
Πέντε χρόνια αργότερα, επέστρεφε στην ιταλική πολιτική σκηνή και ξανάρχιζε τα ίδια. Ξαναπαραιτήθηκε το 2007, όταν έχασε την πλειοψηφία στη Γερουσία.
Ακολούθησε νέα περίοδος αστάθειας με τον Πρόεδρο Ναπολιτάνο να προσπαθεί να σχηματίσει – και αυτός – κυβέρνηση τεχνοκρατών. Είχε συνομιλίες ακόμη και με τον (τεχνοκράτη) πρώην Επίτροπο Μάριο Μόντι, ακόμη και με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας (τον μετέπειτα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) Μάριο Ντράγκι.
Φυσικά, δεν βρέθηκε κανένας τρελός για να δεχθεί και η εντολή κατέληξε ξανά στον Πρόντι, που τελικά πήρε οριακά ψήφο εμπιστοσύνης από την Γερουσία, καθώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ήθελε ούτε να ακούσει το ενδεχόμενο επανάκαμψης του Μπερλουσκόνι.
Στο μεταξύ, οι Ιταλοί δεν είχαν μάθει το μάθημά τους και μέσα στο απόλυτο χάος, ζητούσαν να φύγει ο Πρόντι και να σχηματιστεί μια κυβέρνηση αποτελούμενη εξ ολοκλήρου από τεχνοκράτες.
Από τεχνοκρατική περιπέτεια σε τεχνοκρατική περιπέτεια, όλα πήγαιναν τόσο καλά που και το κόμμα του Ντίνι και η ίδια η «Ελιά» απορροφήθηκαν από άλλο… φυτό, την «Μαργαρίτα»!
Το 2010, σε μια από τις κρίσεις της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, έγινε και πάλι στην Ιταλία συζήτηση για το ενδεχόμενο να σχηματίσει κυβέρνηση ο Μάριο Ντράγκι, αντιπρόεδρος μέχρι το 2002 της Goldman Sachs και αργότερα διοικητής της κεντρικής τράπεζας.
Η συνέχεια είναι γνωστή.
Τον Νοέμβριο του 2011, ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε υπέρ του καθηγητή Μάριο Μόντι, πρώην Επιτρόπου στην Κομισιόν, ο οποίος σχημάτισε μια καθαρά τεχνοκρατική κυβέρνηση και η οποία κατέρρευσε τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν το ιταλικό κοινοβούλιο καταψήφισε τον προϋπολογισμό.
Ήδη από τον Μάρτιο του 2012, στην Ιταλία το Κίνημα «Ελευθερία και Δικαιοσύνη» είχε κυκλοφορήσει ένα μανιφέστο, όπου, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Καθώς λίμναζε η πολιτική, ο σχηματισμός τεχνοκρατικής κυβέρνησης φάνηκε ότι ήταν η μοναδική λύση απέναντι στην οικονομική και κοινωνική καταστροφή.
Πρέπει να την δεχθούμε σαν φάρμακο. Αλλά το φάρμακο που θεραπεύει μπορεί να εξελιχθεί σε δηλητήριο που σκοτώνει. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι μια κυβέρνηση μπορεί να είναι τεχνοκρατική στις πράξεις, αλλά όχι και στις συνέπειες των πράξεών της».
Οι χιλιάδες υπογράφοντες το κείμενο υποστηρίζουν ότι μπορεί τα συσσωρευμένα προβλήματα του παρελθόντος να αντιμετωπίζονται τεχνοκρατικά, αλλά όλες οι κυβερνήσεις είναι πολιτικές, διότι οι πράξεις τους έχουν συνέπειες στους πολίτες.
Αλλά, συνεχίζουν, η τεχνοκρατική αντίληψη καταργεί την ελευθερία της πολιτικής. Οι τεχνοκράτες ασκούν μια ιδεολογική πίεση που μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση της πολιτικής. Αλλά χωρίς πολιτική δεν υπάρχει ελευθερία και δημοκρατία. Και όταν δεν υπάρχει δημοκρατία, οι λύσεις στηρίζονται στην επιβολή.
«Σήμερα, που η απομάκρυνση των πολιτών από τα κόμματα ουδέποτε υπήρξε τόσο μεγάλη, ακριβώς σήμερα επείγει μια εκστρατεία εθνικής συμφιλίωσης με την πολιτική. Ίσως το μεγαλύτερο έγκλημα της άρχουσας τάξης μας είναι ότι κατέστησαν την πολιτική αποκρουστική και έσπρωξαν στην απάθεια τις νεότερες γενιές, ακριβώς αυτές τις γενιές που χρειάζεται περισσότερο η κουρασμένη και γερασμένη πατρίδα μας».
«Οι πολίτες – και είναι πολλοί – που μέσα στα κόμματα και στη δημόσια διοίκηση σέβονται τον εαυτό τους, πρέπει να βγουν στο φως, να εγκαταλείψουν τη σιωπή τους, να σταματήσουν να παρακολουθούν απαθώς την παρακμή της πολιτικής».
Ουσιαστικά, το Κίνημα «Ελευθερία και Δικαιοσύνη», που τα κείμενά του υπογράφουν σημαντικές προσωπικότητες της Ιταλίας, καλεί τους Ιταλούς να μην περιοριστούν στη στείρα διαμαρτυρία, αλλά να ανασυνταχθούν μέσα από τα κόμματά τους, να τα «καθαρίσουν» και να συνειδητοποιήσουν ότι μια τεχνοκρατική κυβέρνηση δεν αρκεί για να λυθούν μακροπρόθεσμα τα προβλήματα της χώρας.
Με λίγα λόγια, αν και πολλοί και στη χώρα μας πιστεύουν πως οι τεχνοκράτες είναι χρήσιμοι, διότι «λένε τα πράγματα με το όνομά τους», μη αντιλαμβανόμενοι το πολιτικό σκηνικό της έντασης που στήνεται, μπορούν από εύκολα να εξελιχθούν «από φάρμακο που θεραπεύει σε δηλητήριο που σκοτώνει»…
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι οι τεχνοκράτες κερδίζουν πάντα έδαφος σε περιόδους κρίσης και αμφισβήτησης αποτυχημένων πολιτικών και αποτυχημένων πολιτικών πρακτικών.
Αλλά έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί πως η «κυβερνώσα τεχνοκρατία» κατέληξε σε ακόμη μεγαλύτερες αποτυχίες.
Σημειώστε ότι στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου, ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας Πιερλουίτζι Μπερσάνι ανακοίνωσε ότι δεν θα συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια του κόμματος τεχνοκράτες από την κυβέρνηση Μόντι, διότι, όπως είπε, «η πολιτική είναι τέχνη υψηλού επιπέδου»…
Φυσικά. Διότι η Ιταλία έχει πικράν πείραν από τους τεχνοκράτες.
Η χώρα απέκτησε για πρώτη φορά κυβέρνηση τεχνοκρατών από τον Απρίλιο του 1993 ως τον Μάιο του 1994 υπό τον Κάρλο Ατσέλιο Τσιάμπι (τον μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας), διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας από το 1979 ως το 1993.
Επί των ημερών του η χώρα παρέλυσε. Οι «σοφοί» υπουργοί του όχι μόνο δεν έπαιρναν καμιά απόφαση, αλλά οι φάκελοι, τα χαρτιά και τα νομοσχέδια παρέμεναν επί μήνες σωροί στα γραφεία τους, διότι δεν τολμούσαν να τα παρουσιάσουν στη Βουλή και στη Γερουσία.
Τελικά η κυβέρνηση έπεσε, στην εξουσία βρέθηκε ο Μπερλουσκόνι για επτά μόλις μήνες, στη διάρκεια των οποίων ως υπουργός των Οικονομικών υπηρέτησε ο Λαμπέρτο Ντίνι, οικονομολόγος και στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, υπεύθυνος για την Ιταλία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Μάλτα και αργότερα στέλεχος της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας.
Μετά την πτώση της βραχύβιας εκείνης κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, που και εκείνος είχε υποπέσει στο… τεχνοκρατικό αμάρτημα, ο τεχνοκράτης Ντίνι πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο Σκάλφαρο.
Βρέθηκε στον πρωθυπουργικό θώκο χάρη στην ψήφο της Κεντροαριστεράς (το δικό του κόμμα, η δεξιά απείχε) και σχημάτισε και αυτός μια αμιγώς τεχνοκρατική κυβέρνηση.
Φυσικά, έπεσε κι’ αυτός με μεγάλο κρότο και το 1995 κυβέρνηση σχημάτισε ο Ρομάνο Πρόντι, με τον κεντροαριστερό συνασπισμό της «Ελιάς», στον οποίο είχε στο μεταξύ ενταχθεί ο Ντίνι με το κόμμα που στο μεταξύ είχε ιδρύσει, υπό την ονομασία «Ιταλική Ανανέωση».
«Τεχνοκράτες» είχε χρησιμοποιήσει και ο Πρόντι στην δική του κυβέρνηση, ως επικεφαλής της Κεντροαριστερής Συμμαχίας της «Ελιάς», με αποτέλεσμα αυτή να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη και ο ίδιος να παραιτηθεί.
Άλλωστε, και ο Πρόντι ως τεχνοκράτης προβλήθηκε και επικράτησε. Ως «Ιλ Προφεσσόρε» (ο καθηγητής) έγινε γνωστός. Με σπουδές στο London School of Economics και στο Στάνφορντ, καθηγητής Βιομηχανικής Πολιτικής στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, διοικητής της κρατικής εταιρίας που είχε υπό τον έλεγχό της όλες τις ΔΕΚΟ.
Επί των ημερών του επικράτησε το απόλυτο χάος. Δεν υπέγραφε κανείς τίποτε. Το μόνο του επίτευγμα (που είναι φανερό ότι θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα) η είσοδος της Ιταλίας στο ευρώ, με την βοήθεια του Τσιάμπι, που στο μεταξύ τον είχε διορίσει υπουργό των Οικονομικών.
Μετά την παραίτησή του, ο Πρόντι βρήκε άλλη τεχνοκρατική θέση, ως Πρόεδρος της Κομισιόν, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο, στον Μάσσιμο Ντ’ Αλέμα πρώτα και στον Μπερλουσκόνι μετά.
Πέντε χρόνια αργότερα, επέστρεφε στην ιταλική πολιτική σκηνή και ξανάρχιζε τα ίδια. Ξαναπαραιτήθηκε το 2007, όταν έχασε την πλειοψηφία στη Γερουσία.
Ακολούθησε νέα περίοδος αστάθειας με τον Πρόεδρο Ναπολιτάνο να προσπαθεί να σχηματίσει – και αυτός – κυβέρνηση τεχνοκρατών. Είχε συνομιλίες ακόμη και με τον (τεχνοκράτη) πρώην Επίτροπο Μάριο Μόντι, ακόμη και με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας (τον μετέπειτα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) Μάριο Ντράγκι.
Φυσικά, δεν βρέθηκε κανένας τρελός για να δεχθεί και η εντολή κατέληξε ξανά στον Πρόντι, που τελικά πήρε οριακά ψήφο εμπιστοσύνης από την Γερουσία, καθώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ήθελε ούτε να ακούσει το ενδεχόμενο επανάκαμψης του Μπερλουσκόνι.
Στο μεταξύ, οι Ιταλοί δεν είχαν μάθει το μάθημά τους και μέσα στο απόλυτο χάος, ζητούσαν να φύγει ο Πρόντι και να σχηματιστεί μια κυβέρνηση αποτελούμενη εξ ολοκλήρου από τεχνοκράτες.
Από τεχνοκρατική περιπέτεια σε τεχνοκρατική περιπέτεια, όλα πήγαιναν τόσο καλά που και το κόμμα του Ντίνι και η ίδια η «Ελιά» απορροφήθηκαν από άλλο… φυτό, την «Μαργαρίτα»!
Το 2010, σε μια από τις κρίσεις της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, έγινε και πάλι στην Ιταλία συζήτηση για το ενδεχόμενο να σχηματίσει κυβέρνηση ο Μάριο Ντράγκι, αντιπρόεδρος μέχρι το 2002 της Goldman Sachs και αργότερα διοικητής της κεντρικής τράπεζας.
Η συνέχεια είναι γνωστή.
Τον Νοέμβριο του 2011, ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε υπέρ του καθηγητή Μάριο Μόντι, πρώην Επιτρόπου στην Κομισιόν, ο οποίος σχημάτισε μια καθαρά τεχνοκρατική κυβέρνηση και η οποία κατέρρευσε τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν το ιταλικό κοινοβούλιο καταψήφισε τον προϋπολογισμό.
Ήδη από τον Μάρτιο του 2012, στην Ιταλία το Κίνημα «Ελευθερία και Δικαιοσύνη» είχε κυκλοφορήσει ένα μανιφέστο, όπου, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Καθώς λίμναζε η πολιτική, ο σχηματισμός τεχνοκρατικής κυβέρνησης φάνηκε ότι ήταν η μοναδική λύση απέναντι στην οικονομική και κοινωνική καταστροφή.
Πρέπει να την δεχθούμε σαν φάρμακο. Αλλά το φάρμακο που θεραπεύει μπορεί να εξελιχθεί σε δηλητήριο που σκοτώνει. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι μια κυβέρνηση μπορεί να είναι τεχνοκρατική στις πράξεις, αλλά όχι και στις συνέπειες των πράξεών της».
Οι χιλιάδες υπογράφοντες το κείμενο υποστηρίζουν ότι μπορεί τα συσσωρευμένα προβλήματα του παρελθόντος να αντιμετωπίζονται τεχνοκρατικά, αλλά όλες οι κυβερνήσεις είναι πολιτικές, διότι οι πράξεις τους έχουν συνέπειες στους πολίτες.
Αλλά, συνεχίζουν, η τεχνοκρατική αντίληψη καταργεί την ελευθερία της πολιτικής. Οι τεχνοκράτες ασκούν μια ιδεολογική πίεση που μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση της πολιτικής. Αλλά χωρίς πολιτική δεν υπάρχει ελευθερία και δημοκρατία. Και όταν δεν υπάρχει δημοκρατία, οι λύσεις στηρίζονται στην επιβολή.
«Σήμερα, που η απομάκρυνση των πολιτών από τα κόμματα ουδέποτε υπήρξε τόσο μεγάλη, ακριβώς σήμερα επείγει μια εκστρατεία εθνικής συμφιλίωσης με την πολιτική. Ίσως το μεγαλύτερο έγκλημα της άρχουσας τάξης μας είναι ότι κατέστησαν την πολιτική αποκρουστική και έσπρωξαν στην απάθεια τις νεότερες γενιές, ακριβώς αυτές τις γενιές που χρειάζεται περισσότερο η κουρασμένη και γερασμένη πατρίδα μας».
«Οι πολίτες – και είναι πολλοί – που μέσα στα κόμματα και στη δημόσια διοίκηση σέβονται τον εαυτό τους, πρέπει να βγουν στο φως, να εγκαταλείψουν τη σιωπή τους, να σταματήσουν να παρακολουθούν απαθώς την παρακμή της πολιτικής».
Ουσιαστικά, το Κίνημα «Ελευθερία και Δικαιοσύνη», που τα κείμενά του υπογράφουν σημαντικές προσωπικότητες της Ιταλίας, καλεί τους Ιταλούς να μην περιοριστούν στη στείρα διαμαρτυρία, αλλά να ανασυνταχθούν μέσα από τα κόμματά τους, να τα «καθαρίσουν» και να συνειδητοποιήσουν ότι μια τεχνοκρατική κυβέρνηση δεν αρκεί για να λυθούν μακροπρόθεσμα τα προβλήματα της χώρας.
Με λίγα λόγια, αν και πολλοί και στη χώρα μας πιστεύουν πως οι τεχνοκράτες είναι χρήσιμοι, διότι «λένε τα πράγματα με το όνομά τους», μη αντιλαμβανόμενοι το πολιτικό σκηνικό της έντασης που στήνεται, μπορούν από εύκολα να εξελιχθούν «από φάρμακο που θεραπεύει σε δηλητήριο που σκοτώνει»…
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου