Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Οι εκδοχές για τη μείωση του χρέους στο 120%, το 2020


Λύση σε μια άσκηση με αυξημένο βαθμό δυσκολίας καλούνται να δώσουν στο αυριανό Eurogroup οι Ευρωπαίοι εταίροι μας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Η διαμόρφωση ενός πακέτου παρεμβάσεων οι οποίες θα επιτρέψουν να περιοριστεί δραστικά το ελληνικό δημόσιο χρέος το 2020 από το 144% του ΑΕΠ, προς το οποίο τείνει σήμερα, στο 120%-124% είναι εγγενώς δύσκολο εγχείρημα. Ωστόσο, καθίσταται ακόμα πιο απαιτητικό, εξαιτίας της επιδίωξης όλων των εμπλεκόμενων πλευρών να κάνουν τους λιγότερους δυνατούς συμβιβασμούς και να επωμιστούν το μικρότερο δυνατό οικονομικό και πολιτικό-επικοινωνιακό κόστος.

       Oπως ανέφερε προχθές ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας, το μαραθώνιο Eurogroup, που ολοκληρώθηκε τα ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης χωρίς να βγει «λευκός καπνός» για το ελληνικό ζήτημα, άφησε ανοιχτή μια «τρύπα» 10 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το ποσό που χωρίζει την Ελλάδα από το στόχο για επίτευξη ενός διαχειρίσιμου δημόσιου χρέους το 2020 και το οποίο πρέπει να συμφωνηθεί πώς θα καλυφθεί. Με τον όρο «διαχειρίσιμο», Ευρωπαίοι και ΔΝΤ φαίνεται πλέον να συμφωνούν ότι εννοούν ένα ποσοστό κατά τι μεγαλύτερο του 120% του ΑΕΠ, αποκλίνοντας από τον αρχικό στόχο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ύστερα από σκληρό μπρα ντε φερ, το ΔΝΤ εγκατέλειψε τη θρησκευτική προσήλωσή του στο νούμερο αυτό και δέχεται πως ένα χρέος της τάξης του 124% ύστερα από οκτώ χρόνια θα είναι αποδεκτό. Αλλωστε, οι σχετικές προβολές υπολογίζουν πως λίγο αργότερα, το 2022, ο λόγος ελληνικού χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να παρουσιάσει σημαντική αποκλιμάκωση και να μειωθεί στο 108%.
       Με δεδομένο ότι η Γερμανία απορρίπτει -εν όψει των εθνικών εκλογών της- ένα άμεσο «κούρεμα» του χρέους που βρίσκεται στα χέρια του «επίσημου τομέα» (OSI), δηλαδή των Ευρωπαίων δανειστών μας, οι παρεμβάσεις που έχουν πέσει μέχρι στιγμής στο τραπέζι για να αντιμετωπιστεί το ελληνικό ζήτημα περιλαμβάνουν τα εξής:

1. Μείωση των επιτοκίων στα διμερή δάνεια (52,9 δισ. ευρώ) που έχει λάβει η χώρα μας από τις χώρες της ευρωζώνης, στο πλαίσιο του 1ου Μνημονίου. Το επιτόκιο διαμορφώνεται σήμερα στις 150 μονάδες βάσης πάνω από το euribor τριμήνου (0,19%). Εχει συζητηθεί εκτενώς η μείωσή του στις 80 ή ακόμα και στις 25 μονάδες βάσης. Ωστόσο, υπάρχουν 3 εμπόδια σε μια δραστική πτώση του επιτοκίου: (α) οι αντιρρήσεις του Βερολίνου, που υποστηρίζει ότι έτσι θα υφίστατο σημαντικές απώλειες, διότι η Γερμανία χορήγησε αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος της δανειακής βοήθειας, (β) οι ενστάσεις και άλλων κρατών-μελών, που σημειώνουν πως κινδυνεύουν να δανείζουν με χαμηλότερο επιτόκιο απ’ αυτό με το οποίο δανείζονται, (γ) η πιθανότητα να επικαλεστούν τη μείωση επιτοκίου ως προηγούμενο άλλες χώρες που βρίσκονται επίσης σε Μνημόνιο, διεκδικώντας ανάλογη μεταχείριση.
Πάντως, οι Ευρωπαίοι φαίνεται να βρίσκονται κοντά σε μια φόρμουλα μείωσης επιτοκίων στις 60 μονάδες βάσης πάνω από το euribor, κάτι που θα επιτρέψει μείωση του ελληνικού χρέους κατά 8 δισ. ευρώ.
2. «Πάγωμα» της καταβολής τόκων από την Ελλάδα επί μια 10ετία για τα δάνεια που της χορηγεί ο EFSF, στο πλαίσιο του 2ου Μνημονίου. Μια τέτοια περίοδος χάριτος θα έδινε «ανάσα» στη χώρα μας, η οποία υπό τα σημερινά δεδομένα καλείται να αποπληρώσει μέχρι το 2022 πάνω από 120 δισ. ευρώ. Βεβαίως, δεν πρόκειται για ρύθμιση που θα ελαφρύνει την Ελλάδα από μέρος του χρέους, αλλά είναι μια χρήσιμη φόρμουλα που μπορεί να αποφέρει προσωρινό όφελος 43,8 δισ. ευρώ.
 3. Επιστροφή των κερδών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από ελληνικά ομόλογα που αγοράστηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αν η ΕΚΤ αποδώσει στη χώρα μας τη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης των ομολόγων και της (πολύ υψηλότερης) ονομαστικής αξίας τους, τότε υπολογίζεται ότι θα προκύψει υπολογίσιμη μείωση του δημόσιου χρέους. Το πιθανότερο σενάριο προβλέπει να επιστραφεί το 75% των κερδών, με όφελος περίπου 9 δισ. ευρώ για τη χώρα μας.
 4. Συνέχιση των εκδόσεων έντοκων γραμματίων από τη χώρα μας με τους σημερινούς ρυθμούς. Η συμφωνία με την Τρόικα προέβλεπε τη μείωσή τους κατά 9 δισ. ευρώ, αλλά θεωρείται πως οι εκδόσεις βραχυπρόθεσμων κρατικών τίτλων είναι τελικά αναγκαίες για να καλυφθεί μέρος του χρηματοδοτικού κενού που αντιμετωπίζει η Ελλάδα έως το 2016 και το οποίο υπολογίστηκε από την Τριμερή στα 32,6 δισ. ευρώ.



«Αγκάθια» για την επαναγορά ομολόγων
 Πρόγραμμα επαναγοράς ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών. Η πρόταση διατυπώθηκε δημοσίως από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η κεντρική ιδέα έχει ως εξής: θα διατεθούν στην Ελλάδα 10,5 δισ. ευρώ, πιθανότατα μέσω του EFSF. Με το ποσό αυτό, θα επιχειρηθεί να αγοραστούν περίπου τα μισά από τα ομόλογα που κατέχει σήμερα ο ιδιωτικός τομέας και τα οποία φθάνουν συνολικά τα 60 δισ. ευρώ σε ονομαστική αξία. Εφόσον η τιμή των τίτλων αυτών στην αγορά κινείται κοντά στο 30% της ονομαστικής αξίας, η χώρα μας θεωρητικά μπορεί να αποκτήσει ομόλογα ύψους 30 δισ. ευρώ καταβάλλοντας μόνο 10,5 δισ. ευρώ και μειώνοντας το χρέος της κατά 15% του ΑΕΠ. Η ελληνική πλευρά δηλώνει έτοιμη για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος ακόμα και εντός του τρέχοντος έτους, αλλά οι αδυναμίες του είναι τόσο πολλές, ώστε να τίθεται εν αμφιβόλω η αποτελεσματικότητά του:
(α) Τα κερδοσκοπικά funds άρχισαν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά, ανεβάζοντας τις τιμές τους. Ενδεικτικά, το 10ετές ομόλογο έφθασε να διαπραγματεύεται στο 35% της ονομαστικής αξίας του. Κατόπιν αυτού, Ευρωπαίος αξιωματούχος δήλωσε προχθές στη «WallStreetJournal» πως «αν η τιμή είναι υψηλή, δεν μπορεί να τρέξει το σχέδιο».
(β) Μεγάλο μέρος των ομολόγων βρίσκεται στο χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, που δεν μπορούν να υποστούν νέες ζημίες μετά το «κούρεμα» του περασμένου Μαρτίου, ενώ χρειάζονται πολύ ισχυρά κίνητρα για να έχουν λόγο να συμμετάσχουν σε μια νέα εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων.

ΜΑΡΙΟΣ ΡΟΖΑΚΟΣ
mrozakos@e-typos.com
Δημοσιεύεται στον Τύπο της Κυριακής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου