Με το βλέμμα στραμμένο σε άλλο ένα «Eurogroup της Δευτέρας» περνά άλλο ένα σαββατοκύριακο η Ελλάδα, καθώς η Αθήνα θεωρεί πως έχει εκπληρώσει όλες της τις υποχρεώσεις – και επομένως το Eurogroup οφείλει να λάβει τις αναγκαίες αποφάσεις – αλλά πολλές ευρωπαϊκές ηγεσίες, με επικεφαλής την γερμανική (και από κοντά τα υπόλοιπα μέλη του «Νέου Άξονα»), επιμένουν σε δηλώσεις αμφίσημες και απαξιωτικές.
Χθες, ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος ενημέρωσε τους αρχηγούς των δύο κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνησή του, του κ.κ. Α. Σαμαρά και Γ. Παπανδρέου, για την πορεία του PSI και τις επαφές με τους εταίρους, ενώ σχετικά με τις συζητήσεις περί του αν… θα επιτραπεί στη χώρα να πάει σε εκλογές, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Καψής δήλωσε πως αυτό είναι κάτι για το οποίο θα αποφασίσει η Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Reuters πάντως, ο κ. Καψής ανέφερε πως ανοιχτό παραμένει το ζήτημα που έθεσαν οι Ευρωπαίοι για τη δημιουργία ειδικού λογαριασμού από τον οποίο θα δεσμεύονται πρώτα τα κονδύλια για τόκους και χρεολύσια δανείων και κατόπιν θα καλύπτονται άλλες ανάγκες του ελληνικού κράτους.
Την ίδια ώρα, αξιωματούχοι της Ε.Ε. ανέφεραν στο Reuters ότι το Eurogroup της Δευτέρας αναμένεται να εγκρίνει το δεύτερο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα, καθώς δεν κέρδισαν έδαφος οι προτάσεις κάποιων χωρών της ευρωζώνης να αναβληθεί η εκταμίευση του συνόλου ή μέρους του πακέτου βοήθειας μέχρι τις εκλογές που αναμένονται τον Απρίλιο.
Το πρόβλημα πάντως είναι πως αξιωματούχοι τους οποίους επικαλούνται Γαλλικό Πρακτορείο και Bloomberg, ανέφεραν πως το σχέδιο στήριξης της Ελλάδας δεν θα επιτρέψει να μειωθεί το χρέος της χώρας στο 120% του ΑΕΠ ως το 2020, βάσει του στόχου που έχει τεθεί μέσω του (PSI), και θα αφήσει μια «τρύπα» που θα πρέπει να καλυφθεί.
«Το επίπεδο του χρέους υπολογίσθηκε στο 129%. Πρέπει συνεπώς να σκεφθούμε μέτρα αντιστάθμισης» δήλωσε μια από τις κυβερνητικές πηγές τις Ευρωζώνης στο Γαλλικό Πρακτορείο. Αυτό, σύμφωνα με το πρακτορείο, σημαίνει πως υπάρχουν επιπλέον ανάγκες περίπου 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Επιπλέον, πηγή του Γαλλικού Πρακτορείου ανέφερε πως δεν υπάρχει συναίνεση για την επανεξέταση του προγράμματος μερικής παραγραφής του χρέους που κατέχουν οι τράπεζες και το θέμα αυτό είναι το πιο δύσκολο κατά τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν ως τη Δευτέρα και τη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της ζώνης του ευρώ.
Το Bloomberg μετέδωσε από την πλευρά του πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο να μειώσουν το επιτόκιο των δανείων προς την Ελλάδα αλλά και τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκειμένου να καλυφθεί το κενό που προκύπτει.
Υπενθυμίζεται επίσης πως ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν-Κλοντ Γκουνκέρ, με ανακοίνωσή του μετά την ολοκλήρωση της τηλεδιάσκεψης των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, την Τετάρτη, κατά την οποία, όπως είπε, σημειώθηκε «ουσιαστική πρόοδος», υποστήριξε την ανάγκη ενίσχυσης των μηχανισμών εποπτείας για την παρακολούθηση της εφαρμογής του οικονομικού προγράμματος στην Ελλάδα.
Αφού διευκρίνισε ότι παραδόθηκε η έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και αποσαφηνίστηκαν τα επιπλέον μέτρα για την περικοπή των δαπανών κατά 325 εκατ. ευρώ, ο κ. Γιούνκερ πρόσθεσε ότι «χρειάζονται περαιτέρω διαβουλεύσεις για την ενίσχυση της εποπτείας της εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και για να διασφαλιστεί ότι θα δοθεί προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του χρέους».
Επιπλέον, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, Ευ. Βενιζέλος, μετά την ολοκλήρωση της τηλεδιάσκεψης, από τους δανειστές ετέθη το θέμα εάν η επόμενη Βουλή και η επόμενη κυβέρνηση θα μπορεί να συνεχίσει αξιόπιστα την εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος.
Αποκάλυψε επίσης ότι κατά την τηλεδιάσκεψη ετέθη το ζήτημα της στάσης των άλλων κομμάτων και το ζήτημα γενικότερα του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν το πολιτικό σύστημα και οι κοινωνικοί εταίροι στην Ελλάδα, σπεύδοντας να ξεκαθαρίσει ότι δεν τίθεται ζήτημα «έγγραφων δεσμεύσεων» και ότι αυτό γίνεται προκειμένου να φανεί ότι «η χώρα έχει συνέχεια και συνέπεια».
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών Β. Σόιμπλε «χτύπησε» πάλι χθες.
Μιλώντας στην «Ostsee Zeitung», είπε πως το τελευταίο διάστημα, διαπιστώθηκε πως είναι πιο εύκολο να υπόσχεται κανείς, παρά να εφαρμόζει. «Αυτό είναι πρόβλημα», πρόσθεσε, υπενθυμίζοντας πως οι Γερμανοί πολιτικοί έχουν ευθύνη έναντι του γερμανικού κοινοβουλίου και των Γερμανών φορολογουμένων.
Από την πλευρά του ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Γιαν Κις ντε Γέγκερ, αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο επίτευξης συμφωνίας για τη νέα δανειακή σύμβαση για την Ελλάδα μετά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.
«Ιδανικά, θα ήθελε κανείς να έχει να κάνει με μία ηγεσία για την οποία θα ξέρει ότι θα υποστηρίξει το πακέτο βοήθειας μετά τις εκλογές», είπε μιλώντας στην ολλανδική οικονομική εφημερίδα Financieele Dagblad. «Για το λόγο αυτόν είναι προτιμότερο να περιμένουμε μέχρι μετά τις εκλογές. Τότε θα μπορούμε να διαπραγματευθούμε αυτή τη δέσμευση με τη νέα κυβέρνηση».
Και βέβαια, επανέλαβε πως «οι όροι μας δεν έχουν εκπληρωθεί», προσθέτοντας ότι «η εμπιστοσύνη βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο».
Εκτίμησε μάλιστα πως η Ελλάδα πηγαίνει «πολύ χειρότερα» απ' ό,τι είχε προβλεφθεί στην αρχή της κρίσης και προειδοποίησε ότι το νέο δανειακό πρόγραμμα δεν θα εκταμιευθεί «αν δεν ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα».
«Επιστρέψαμε στο σημείο εκκίνησης», δήλωσε ο Γέγκερ, μιλώντας σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή στη Χάγη. «Η Ελλάδα πηγαίνει πολύ χειρότερα απ' ότι είχε προβλεφθεί αρχικά».
Υπογράμμισε πάντως ότι μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα κόστιζε περισσότερο στις υπόλοιπες χώρες απ' ό,τι η διάσωση της χώρας. «Ο στόχος είναι και παραμένει να διατηρηθεί η Ελλάδα στην ευρωζώνη», είπε.
Και την ώρα που πληθαίνουν οι αμφιβολίες για την βιωσιμότητα του «ελληνικού προγράμματος», σύμφωνα με τους Financial Times το χρονοδιάγραμμα που έχει διαμορφωθεί από την ευρωζώνη προβλέπει ότι θα ζητηθεί από τα κοινοβούλια των χωρών να εγκρίνουν τις επόμενες ημέρες το ποσό των 93,5 δισ. ευρώ από τα 130 δισ. ευρώ που ανέρχεται το συνολικό πακέτο για την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει το PSI. Για το υπόλοιπο ποσό θα υπάρξει νέα συζήτηση στις αρχές Μαρτίου.
Στην οδό των προκλήσεων κινήθηκε και χθες ο υπουργός Οικονομικών του Λουξεμβούργου Λικ Φρίντεν, υπογραμμίζοντας πως η Αθήνα είναι αναγκαίο να αποφασίσει εάν θα αποδεχθεί μία αυξημένη παρακολούθηση των λογιστικών αποδόσεών της από την ΕΕ, καθώς η χώρα μας «οφείλει να επιλέξει ανάμεσα στη μεταρρύθμιση της οικονομίας της και την έξοδό της από το ευρώ».
«Κάθε κράτος αποφασίζει μόνο του εάν θα βρίσκεται στην ευρωζώνη ή όχι. Εάν αποφασίσει πως θα βρίσκεται, τότε θα πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες», τόνισε ο Φρίντεν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Λουξεμβούργο.
Και ουσιαστικά έδειξε τον δρόμο του… αυτοαποκλεισμού: «Η Νομισματική Ένωση δεν προβλέπει ότι μπορούμε να αποπέμψουμε ένα κράτος μέλος. Εάν ένα κράτος, όμως, πει: Εμείς προτιμούμε να μην εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις, προτιμούμε να μην πάρουμε τα χρήματα άλλων κρατών, κάτι που αποτελεί δική τους επιλογή, και να επιστρέψουμε στο εθνικό μας νόμισμα δίχως να πραγματοποιήσουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τότε το κράτος αυτό έχει αποφασίσει εκούσια να αυτοαποκλειστεί. Συνεπώς είναι ευθύνη του ελληνικού λαού να αποφασίσει μόνος του εάν θέλει να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ»…
Χθες, ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος ενημέρωσε τους αρχηγούς των δύο κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνησή του, του κ.κ. Α. Σαμαρά και Γ. Παπανδρέου, για την πορεία του PSI και τις επαφές με τους εταίρους, ενώ σχετικά με τις συζητήσεις περί του αν… θα επιτραπεί στη χώρα να πάει σε εκλογές, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Καψής δήλωσε πως αυτό είναι κάτι για το οποίο θα αποφασίσει η Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Reuters πάντως, ο κ. Καψής ανέφερε πως ανοιχτό παραμένει το ζήτημα που έθεσαν οι Ευρωπαίοι για τη δημιουργία ειδικού λογαριασμού από τον οποίο θα δεσμεύονται πρώτα τα κονδύλια για τόκους και χρεολύσια δανείων και κατόπιν θα καλύπτονται άλλες ανάγκες του ελληνικού κράτους.
Την ίδια ώρα, αξιωματούχοι της Ε.Ε. ανέφεραν στο Reuters ότι το Eurogroup της Δευτέρας αναμένεται να εγκρίνει το δεύτερο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα, καθώς δεν κέρδισαν έδαφος οι προτάσεις κάποιων χωρών της ευρωζώνης να αναβληθεί η εκταμίευση του συνόλου ή μέρους του πακέτου βοήθειας μέχρι τις εκλογές που αναμένονται τον Απρίλιο.
Το πρόβλημα πάντως είναι πως αξιωματούχοι τους οποίους επικαλούνται Γαλλικό Πρακτορείο και Bloomberg, ανέφεραν πως το σχέδιο στήριξης της Ελλάδας δεν θα επιτρέψει να μειωθεί το χρέος της χώρας στο 120% του ΑΕΠ ως το 2020, βάσει του στόχου που έχει τεθεί μέσω του (PSI), και θα αφήσει μια «τρύπα» που θα πρέπει να καλυφθεί.
«Το επίπεδο του χρέους υπολογίσθηκε στο 129%. Πρέπει συνεπώς να σκεφθούμε μέτρα αντιστάθμισης» δήλωσε μια από τις κυβερνητικές πηγές τις Ευρωζώνης στο Γαλλικό Πρακτορείο. Αυτό, σύμφωνα με το πρακτορείο, σημαίνει πως υπάρχουν επιπλέον ανάγκες περίπου 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Επιπλέον, πηγή του Γαλλικού Πρακτορείου ανέφερε πως δεν υπάρχει συναίνεση για την επανεξέταση του προγράμματος μερικής παραγραφής του χρέους που κατέχουν οι τράπεζες και το θέμα αυτό είναι το πιο δύσκολο κατά τις συζητήσεις που θα διεξαχθούν ως τη Δευτέρα και τη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της ζώνης του ευρώ.
Το Bloomberg μετέδωσε από την πλευρά του πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο να μειώσουν το επιτόκιο των δανείων προς την Ελλάδα αλλά και τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκειμένου να καλυφθεί το κενό που προκύπτει.
Υπενθυμίζεται επίσης πως ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν-Κλοντ Γκουνκέρ, με ανακοίνωσή του μετά την ολοκλήρωση της τηλεδιάσκεψης των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, την Τετάρτη, κατά την οποία, όπως είπε, σημειώθηκε «ουσιαστική πρόοδος», υποστήριξε την ανάγκη ενίσχυσης των μηχανισμών εποπτείας για την παρακολούθηση της εφαρμογής του οικονομικού προγράμματος στην Ελλάδα.
Αφού διευκρίνισε ότι παραδόθηκε η έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και αποσαφηνίστηκαν τα επιπλέον μέτρα για την περικοπή των δαπανών κατά 325 εκατ. ευρώ, ο κ. Γιούνκερ πρόσθεσε ότι «χρειάζονται περαιτέρω διαβουλεύσεις για την ενίσχυση της εποπτείας της εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και για να διασφαλιστεί ότι θα δοθεί προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του χρέους».
Επιπλέον, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, Ευ. Βενιζέλος, μετά την ολοκλήρωση της τηλεδιάσκεψης, από τους δανειστές ετέθη το θέμα εάν η επόμενη Βουλή και η επόμενη κυβέρνηση θα μπορεί να συνεχίσει αξιόπιστα την εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος.
Αποκάλυψε επίσης ότι κατά την τηλεδιάσκεψη ετέθη το ζήτημα της στάσης των άλλων κομμάτων και το ζήτημα γενικότερα του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν το πολιτικό σύστημα και οι κοινωνικοί εταίροι στην Ελλάδα, σπεύδοντας να ξεκαθαρίσει ότι δεν τίθεται ζήτημα «έγγραφων δεσμεύσεων» και ότι αυτό γίνεται προκειμένου να φανεί ότι «η χώρα έχει συνέχεια και συνέπεια».
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών Β. Σόιμπλε «χτύπησε» πάλι χθες.
Μιλώντας στην «Ostsee Zeitung», είπε πως το τελευταίο διάστημα, διαπιστώθηκε πως είναι πιο εύκολο να υπόσχεται κανείς, παρά να εφαρμόζει. «Αυτό είναι πρόβλημα», πρόσθεσε, υπενθυμίζοντας πως οι Γερμανοί πολιτικοί έχουν ευθύνη έναντι του γερμανικού κοινοβουλίου και των Γερμανών φορολογουμένων.
Από την πλευρά του ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Γιαν Κις ντε Γέγκερ, αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο επίτευξης συμφωνίας για τη νέα δανειακή σύμβαση για την Ελλάδα μετά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.
«Ιδανικά, θα ήθελε κανείς να έχει να κάνει με μία ηγεσία για την οποία θα ξέρει ότι θα υποστηρίξει το πακέτο βοήθειας μετά τις εκλογές», είπε μιλώντας στην ολλανδική οικονομική εφημερίδα Financieele Dagblad. «Για το λόγο αυτόν είναι προτιμότερο να περιμένουμε μέχρι μετά τις εκλογές. Τότε θα μπορούμε να διαπραγματευθούμε αυτή τη δέσμευση με τη νέα κυβέρνηση».
Και βέβαια, επανέλαβε πως «οι όροι μας δεν έχουν εκπληρωθεί», προσθέτοντας ότι «η εμπιστοσύνη βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο».
Εκτίμησε μάλιστα πως η Ελλάδα πηγαίνει «πολύ χειρότερα» απ' ό,τι είχε προβλεφθεί στην αρχή της κρίσης και προειδοποίησε ότι το νέο δανειακό πρόγραμμα δεν θα εκταμιευθεί «αν δεν ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα».
«Επιστρέψαμε στο σημείο εκκίνησης», δήλωσε ο Γέγκερ, μιλώντας σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή στη Χάγη. «Η Ελλάδα πηγαίνει πολύ χειρότερα απ' ότι είχε προβλεφθεί αρχικά».
Υπογράμμισε πάντως ότι μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα κόστιζε περισσότερο στις υπόλοιπες χώρες απ' ό,τι η διάσωση της χώρας. «Ο στόχος είναι και παραμένει να διατηρηθεί η Ελλάδα στην ευρωζώνη», είπε.
Και την ώρα που πληθαίνουν οι αμφιβολίες για την βιωσιμότητα του «ελληνικού προγράμματος», σύμφωνα με τους Financial Times το χρονοδιάγραμμα που έχει διαμορφωθεί από την ευρωζώνη προβλέπει ότι θα ζητηθεί από τα κοινοβούλια των χωρών να εγκρίνουν τις επόμενες ημέρες το ποσό των 93,5 δισ. ευρώ από τα 130 δισ. ευρώ που ανέρχεται το συνολικό πακέτο για την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει το PSI. Για το υπόλοιπο ποσό θα υπάρξει νέα συζήτηση στις αρχές Μαρτίου.
Στην οδό των προκλήσεων κινήθηκε και χθες ο υπουργός Οικονομικών του Λουξεμβούργου Λικ Φρίντεν, υπογραμμίζοντας πως η Αθήνα είναι αναγκαίο να αποφασίσει εάν θα αποδεχθεί μία αυξημένη παρακολούθηση των λογιστικών αποδόσεών της από την ΕΕ, καθώς η χώρα μας «οφείλει να επιλέξει ανάμεσα στη μεταρρύθμιση της οικονομίας της και την έξοδό της από το ευρώ».
«Κάθε κράτος αποφασίζει μόνο του εάν θα βρίσκεται στην ευρωζώνη ή όχι. Εάν αποφασίσει πως θα βρίσκεται, τότε θα πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες», τόνισε ο Φρίντεν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Λουξεμβούργο.
Και ουσιαστικά έδειξε τον δρόμο του… αυτοαποκλεισμού: «Η Νομισματική Ένωση δεν προβλέπει ότι μπορούμε να αποπέμψουμε ένα κράτος μέλος. Εάν ένα κράτος, όμως, πει: Εμείς προτιμούμε να μην εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις, προτιμούμε να μην πάρουμε τα χρήματα άλλων κρατών, κάτι που αποτελεί δική τους επιλογή, και να επιστρέψουμε στο εθνικό μας νόμισμα δίχως να πραγματοποιήσουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τότε το κράτος αυτό έχει αποφασίσει εκούσια να αυτοαποκλειστεί. Συνεπώς είναι ευθύνη του ελληνικού λαού να αποφασίσει μόνος του εάν θέλει να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου