Το γράφουμε και το φωνάζουμε: αν δεν αλλάξουμε πρώτα εμείς, οι ίδιοι οι Έλληνες, αν δεν πάρουμε το μάθημα μας από αυτή την πρωτόγνωρη κρίση, αν δεν γίνουμε καλύτεροι πολίτες, με μεγαλύτερη ατομική ευθύνη, αν σταματήσουμε να τα περιμένουμε όλα από το Κράτος και κοιτάξουμε λίγο στα δικά μας σφάλματα, ίσως κάτι καλό να προκύψει.
Ίσως, μερικά χρόνια αργότερα, ώντας καλύτεροι και πιο υπεύθυνοι, να κοιτάζουμε την Ελλάδα του σήμερα και απλά να θυμόμαστε τις δυσκολίες που περάσαμε σαν μια απλή κακή ανάμνηση. Γιατί καλές οι ραδιοτηλεοπτικές παρλάτες διαφόρων περί των κακών Γερμανών, καλή η κούφια ρητορεία με τη δήθεν επιστημοσύνη των απανταχού Βαρουφάκηδων για τους κακούς και δαιδαλώδεις ως προς τους μηχανισμούς και λειτουργία τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όμως κανένας από τους κατ’ επάγγελμα «καταγγελιάκηδες» δεν απαντά στο εξής: «κι εμείς ρε παιδιά που φταίμε»; «όλα τα κάναμε καλά»;Σαφώς και όχι.
Και για να γίνω πιο σαφής: έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ αποδεικνύει πως περίπου το 4% των Ελλήνων ανέργων ΑΠΕΡΡΙΨΕ κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2014 κάποια επαγγελματική πρόταση. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 53.680 άτομα, γεγονός που επιτρέπει να πούμε πως με μια αναγωγή σε βάθος έτους ουσιαστικά ένας στους 10 ανέργους (περί τους 200 χιλιάδες ανθρώπους) ενώ θα τους έχει προταθεί κάποια εργασία, απλά θα την απορρίπτουν. Το πιο εξοργιστικό; Οι 14.869 από αυτούς απέρριψαν τη δουλειά όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά εξαιτίας του ότι δεν τους άρεσε ο τόπος εργασίας!
Μπορεί λοιπόν ένας λαός που βρίσκεται στην άβυσσο της ανεργίας να έχει μια τέτοια «κάστα» ανθρώπων που παρά το ότι είναι άνεργοι, παρά το ότι λαμβάνουν τα επιδόματα ανεργίας, δεν πηγαίνουν στη δουλειά γιατί «έτσι τους αρέσει»; Και το χειρότερο: μπορεί η τόσο ταλαιπωρημένη κοινωνία μας να ανέχεται κι από πάνω την κριτική όλων αυτών των τεμπελχανάδων για το «άδικο σύστημα», την «κακούργα κοινωνία», την «ατυχία» τους και άλλα χαριτωμένα; Κριτική που σε όλες τις περιπτώσεις περιλαμβάνει τους …άλλους, όμως ποτέ τα ίδια τα άτομα που κλωτσάνε ευκαιρίες απασχόλησης.
Για ποιο λόγο όμως συμβαίνουν όλα τα παραπάνω περίεργα; Από τη δεκαετία του ’80 και μετά – και σε μια από τις θετικές τομές της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ – δόθηκαν μεγάλες ευκαιρίες σπουδών σε όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας. Κάθε σπίτι – και προς τιμήν του – θεώρησε πως πρέπει να δημιουργήσει μια επόμενη νέα γενιά, καλύτερη και πιο σπουδασμένη. Αυτός ο πληθωρισμός πτυχιούχων σύντομα μετατράπηκε και σε πληθωρισμό επαγγελματιών. Κι εδώ αποδείχθηκε πως το Κράτος μας πιάστηκε ανέτοιμο.Το ίδιο όμως ανέτοιμοι πιάστηκαν και πολλοί πτυχιούχοι.
Κατανοώ πως είναι πολύ δύσκολο να πεις σε έναν νέο άνθρωπο με σπουδές, ξένες γλώσσες και μεταπτυχιακά πως θα πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό και να στρέψει λόγω ανεργίας και χαμηλής απορρόφησης της ειδικότητας του, το ενδιαφέρον σε κάτι άλλο. Όμως η ζωή είναι ζωή. Το να επιλέγουν οι νέοι μας να κάθονται στο σπίτι και πεισματικά να περιμένουν τη δουλειά των ονείρων τους, είναι καταστροφικό. Περισσότερο καταστροφικό είναι το γεγονός πως πολλοί γονείς αρνούμενοι να δουν τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται, επιλέγουν το χαρτζιλίκωμα αυτών των παιδιών ακόμα και μέχρι τα σαράντα τους, καλύπτοντας το λάθος με ένα ακόμα μεγαλύτερο λαθος.
Σε μια μικροαστική και έξω από το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο προηγμένο κόσμο αντίληψη, οι Έλληνες προτιμούν την «τίμια αεργία» με τα λεφτά της μαμάς και του μπαμπά από την «ατιμασμένη» εργασία σε κάτι άλλο εκτός των σπουδών τους. Κι αυτό – δυστυχώς – είναι η κακή κληρονομιά που το εκπαιδευτικό σύστημα του ΠΑΣΟΚ δημιούργησε. Κάτω από ένα πνεύμα λαϊκισμού, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν έγινε με προγραμματισμό αλλά βασίστηκε στον φθηνό εντυπωσιασμό. Ακόμα θυμάμαι τους πανηγυρισμούς των γονιών όταν τα παιδιά τους έμπαιναν στη Θεολογική σχολή ή ακόμα και στο τελευταίο ΤΕΙ της συμφοράς μόνο και μόνο γιατί «θα πάρουν ένα πτυχίο». Υπό το βάρος της πασοκικής προπαγάνδας της εποχής, κανένας δεν έβλεπε πως η χώρα δεν χωράει άλλους δικηγόρους, γιατρούς, δημοσιογράφους (να μην μένουμε κι εμείς απ΄έξω). Και το ΠΑΣΟΚ επένδυσε συνειδητά σε αυτόν τον μικροαστισμό του Έλληνα. Ουσιαστικά χειραγώγησε και τελικά εγκλώβισε χιλιάδες ελληνικές οικογένειες σε αυτόν. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας δήθεν μορφωμένης και ευρισκόμενης σε τεχνητή ευμάρεια κοινωνίας. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Κι αυτό διότι η Ελλάδα παρήγαγε πτυχιούχους δεν παρήγαγε όμως τους πτυχιούχους που πραγματικά χρειαζόταν. Όμως κατά τα χρόνια του 80 και 90 το ζητούμενο δεν ήταν ο προγραμματισμός. Ζητούμενο ήταν το πόπολο να είναι ευχαριστημένο. Να ζει με το όραμα του «πτυχίου» και της μελλοντικής επιτυχίας. Μόνο που αυτή η δήθεν επιτυχία καταλήγει στο να έχει διαμορφώσει σήμερα μια γενιά πτυχιούχων – ζόμπι, που ούτε τι να κάνουν τα πτυχία τους ξέρουν, και – δυστυχώς – ούτε και τις ζωές του.
Δημ. Μαρκόπουλος
http://www.protothema.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου