Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Νέο Βαθμολόγιο – Μισθολόγιο συμπιέζοντας βαθμούς, μισθούς και συντάξεις,


Νέο Βαθμολόγιο – Μισθολόγιο 
Συμπιέζοντας Βαθμούς, Μισθούς και Συντάξεις
Η εξυγίανση προχωρά με γοργούς ρυθμούς στα δημοσιονομικά της χώρας. Για μεν τον ιδιωτικό τομέα το εργαλείο είναι οι συμβάσεις ευέλικτης εργασίας και ότι αυτές προβλέπουν, για δε το δημόσιο τομέα τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα. Πρακτικά οι μειώσεις δεν μπορούν, για συνταγματικούς λόγους, να υπερβούν την τριετία, όπως έκρινε το ΣτΕ. Για το λόγο αυτό επιλέχθηκε η λύση του νέου «ενιαίου» βαθμολογίου – μισθολογίου. Με αυτό μειώνεται η μισθολογική δαπάνη δίνοντας αυξήσεις στους βασικούς μισθούς. Υπήρχε όμως μία δυσκολία ή καλύτερα ένα οξύμωρο σχήμα.
Εάν η κατάταξη των ήδη υπηρετούντων υπαλλήλων γίνονταν με βάση τις αρχικές πρόνοιες του νόμου 4024/2011, δηλαδή τις διατάξεις των άρθρων 6, 7, 8, 12 και 13  του νέου Βαθμολογίου – Μισθολογίου, οι αποδοχές τους θα ήταν μειωμένες (σε ποσοστό μικρότερο του 13% κατά μέσο όρο), αλλά οι συντάξεις θα αυξάνονταν λόγω αύξησης του βασικού μισθού. Μελετώντας οι ιθύνοντες του Υπουργείου Οικονομικών ηλικιακά, βαθμολογικά και μισθολογικά την ανθρωπογεωγραφία των υπαλλήλων του ελληνικού κράτους κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα.
α). 30% περίπου των μόνιμων υπαλλήλων του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα βρίσκονται στο όριο της συνταξιοδότησης, μεταξύ 32 και 34,5 ετών προϋπηρεσίας. Οι υπάλληλοι αυτοί κατείχαν, σύμφωνα με το προηγούμενο βαθμολόγιο – μισθολόγιο, το βαθμό Α΄ και τα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια (2 & 1).
β). 40% περίπου των μόνιμων υπαλλήλων του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα είχαν προϋπηρεσία 14 έως 20 έτη, βαθμό Α΄ και Μ.Κ. 8 έως 3.
γ). 30% περίπου των δημοσίων υπαλλήλων  είχαν προϋπηρεσία  έως 14 έτη, βαθμό Γ έως Β και Μ.Κ. από το εισαγωγικό έως το 7.
δ). Ο βασικός μισθός για όλους τους κλάδους είχε σαν εκκίνηση ένα συγκεκριμένο ποσό για κάθε Μ.Κ. και διαφοροποιείτο η απόδοσή του σε κάθε ένα από αυτούς μόνο χρονικά, δηλαδή κάθε κλάδος λάμβανε σε διαφορετικό χρόνο το επόμενο Μ.Κ.. Το ίδιο συνέβαινε  και με τους βαθμούς. Έτσι ένας εκπαιδευτικός του κλάδου ΠΕ έπαιρνε το ανώτερο Μ.Κ. (1ο) μετά από 32 χρόνια προϋπηρεσίας, ενώ αυτός του κλάδου ΤΕ μετά από 34 χρόνια.
Προβάλλοντας κάποιος αυτά τα στοιχεία με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 6, 7, 8, 12 και 13  του νέου Βαθμολογίου – Μισθολογίου, στο σύνολο των υπαλλήλων,  εύκολα θα διαπίστωνε τα εξής:
1) Το 30% των ήδη υπηρετούντων θα έπρεπε να καταταχθεί στο βαθμό Α με μέση αμοιβή 2.183 ευρώ μεικτά ή 1.500 ευρώ καθαρά.
2) Το 40% στο Βαθμό Β΄ με μέση αμοιβή 1.925 ευρώ μεικτά ή 1.349 ευρώ καθαρά.
3). Το υπόλοιπο 30% στους βαθμούς Ε, Δ και Γ με το 1/3 περίπου από αυτούς (βαθμός Ε) να λαμβάνει μέση αμοιβή 1.213 ευρώ μεικτά ή 902 ευρώ καθαρά, το επόμενο 1/3 (βαθμός Δ) 1.395 ευρώ μεικτά ή 1.020 ευρώ καθαρά και το υπόλοιπο 1/3 (βαθμός Γ) 1.604 ευρώ μεικτά ή 1.154 ευρώ καθαρά.
Συγκρίνοντας τα στοιχεία του παλιού βαθμολογίου – μισθολογίου  με τα αντίστοιχα του νέου  οι μειώσεις στις αποδοχές των εκπαιδευτικών θα ήταν σημαντικές αλλά όχι καταστρεπτικές για όσους τουλάχιστον έχουν προϋπηρεσία 13 ετών και άνω κατά αύξουσα αριθμητική σειρά  εάν η κατάταξη τους ήταν σύμφωνα με την προϋπηρεσία τους (πίνακας 1) .
 
Το νέο βαθμολόγιο – μισθολόγιο σχεδιάσθηκε ως «εργαλείο» που αποτρέπει τους νέους να επιδιώκουν θέση εργασίας στο δημόσιο. Η μείωση μισθών στα πρώτα δέκα (10) χρόνια υπηρεσίας ξεπερνά  το 26% κατά μέσο όρο. Αυτό σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος διαβίωσης λειτουργεί πλέον αποτρεπτικά για τους νέους που βλέπουν τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής τους  να είναι και τα πιο χαμηλά αμειβόμενα. Αλήθεια ποιος απόφοιτος πανεπιστημίου θα δεχθεί να αμείβεται για τα πρώτα δέκα τουλάχιστον χρόνια της δημοσιοϋπαλληλικής καριέρας του με 900 περίπου ευρώ, όταν μόνο για διατροφή πρέπει να ξοδεύει περισσότερα από 500. Θα μπορούσε όμως να συμβάλει στον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών της χώρας εφόσον το ανθρώπινο δυναμικό μπορούσε να κατευθυνθεί στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Δυστυχώς όμως το πιο παραγωγικό κομμάτι της, αποσαθρώθηκε σταδιακά από την δεκαετία του ’80 με κορύφωση την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας  την περίοδο 1995 – 2004, όπου οι τότε κυβερνώντες διακήρυτταν σε κάθε ευκαιρία ότι η Ελλάδα πρέπει να μετασχηματίσει την οικονομία της σε οικονομία παροχής υπηρεσιών, αντί πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής.
Η επίτευξη, όμως, των στόχων που έθεσε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Παπανδρέου για μείωση του μισθολογικού κόστους στο δημόσιο τομέα δεν ήταν δυνατή με την πιστή εφαρμογή των όσων ορίζουν τα άρθρα 6, 7, 8, 12 και 13  του νέου Βαθμολογίου – Μισθολογίου. Για το λόγο αυτό επινοήθηκε το άρθρο 28 που καθορίζει την κατάταξη των ήδη υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων. Το άρθρο αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία σε ότι αφορά τη χρηστή δημόσια διοίκηση. Προβλέπει δηλαδή διαφορετική εφαρμογή των διατάξεων που ο ίδιος ο νόμος ορίζει για τους ήδη υπηρετούντες σε σχέση με τους νεοπροσλαμβανόμενους. Εάν αυτή η διάταξη δεν είναι αντισυνταγματική, τότε σε κάθε περίπτωση ποια άλλη μπορεί να θεωρηθεί; Σχεδιάστηκε έτσι, ώστε να «συσσωρεύσει» υποχρεωτικά τους ήδη υπηρετούντες υπαλλήλους σε χαμηλότερα μισθολογικά κλιμάκια από αυτά που, λόγω των χρόνων προϋπηρεσίας τους, πρέπει να ενταχθούν και ταυτόχρονα βάζει εμπόδια στη βαθμολογική και οικονομική τους ανέλιξη. (πίνακας 2). Βέβαια, οι κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις διακατέχονται από ολύμπια αταραξία, κρατούν οιδήμονα  σιγή και γενικώς περί άλλων τυρβάζουν.
 
Με τους όρους κατάταξης, που προβλέπονται από το άρθρο 28 του βαθμολογίου – μισθολογίου, επιτυγχάνονται οριζόντιες επιπλέον μειώσεις στις αποδοχές  αλλά και ταυτόχρονα πρόσθετες από το «μπλοκάρισμα» των υπαλλήλων στους βαθμούς, πέραν των χρονικών διαστημάτων που ορίζουν οι προβλέψεις του νόμου, εφόσον βέβαια αυτός εφαρμοσθεί  σύμφωνα με όσα ορίζονται για τους νεοεισερχόμενους. Η υστέρηση που επιβάλλεται με το άρθρο 28 στη βαθμολογική εξέλιξη των υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων έχει ταυτόχρονα αντίκρισμα στη μισθολογική τους κατάταξη και προαγωγή. Ουσιαστικά «κλέβει»  χρόνια υπηρεσίας, βαθμούς και Μ.Κ.  από όλους όσους υπηρετούν και ταυτόχρονα εισάγει δύο κριτήρια διαφορετικής αντιμετώπισης των υπαλληλικών κλάδων, αυξάνοντας τις μεταξύ τους βαθμολογικές και μισθολογικές αποστάσεις.
Ειδικότερα, ενώ το παλιό μισθολόγιο όριζε ένα βασικό μισθό για όλους τους κλάδους, διαφορετικά εισαγωγικά Μ.Κ. για κάθε έναν ξεχωριστά και ίδιο χρόνο μισθολογικής προαγωγής, ο νόμος 4024/2011 καθορίζει διαφορετικό βαθμολόγιο και μισθολόγιο για κάθε κλάδο με διαφορετική χρονική εξέλιξη – ωρίμανση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να διευρύνονται οι μεταξύ τους βαθμολογικές και μισθολογικές διαφορές, με τους κλάδους ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ να κατακρεουργούνται κυριολεκτικά σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς.
Οι όροι αυτοί του νέου βαθμολογίου – μισθολογίου, στην πλήρη ωρίμανση του για τους νεοεισερχόμενους υπαλλήλους, επιτυγχάνουν μείωση του συνολικού ετήσιου μισθολογικού κόστους 24,75%. Το ποσοστό αυτό, βέβαια, δεν κρίθηκε ικανοποιητικό και για το λόγο αυτό εισήχθηκαν στο νόμο διατάξεις που καθιερώνουν: α) παίγνια αξιολόγησης, β) ποσοτικούς περιορισμούς στις  βαθμολογικές προαγωγές, γ) περιορισμένους αριθμούς Μ.Κ. στους τέσσερις πρώτους βαθμούς (ΣΤ, Ε, Δ & Γ) και δ) τη μισθολογική και βαθμολογική στασιμότητα.
Σύμφωνα με το Νόμο το αρμόδιο υπηρεσιακό Συμβούλιο  καταρτίζει πίνακες προακτέων και μη προακτέων το Μάιο κάθε έτους. Στους πίνακες αυτούς  εντάσσονται, αφού κριθούν,  υπάλληλοι που πληρούν τις προϋποθέσεις  έως τις 31 Μαΐου του επόμενου έτους. Η ισχύς των πινάκων αυτών αρχίζει από την 1η Ιουνίου του έτους κατάρτισής τους (σ.σ. η κύρωσή τους γίνεται από τον/την Υπουργό). Η προαγωγή ισχύει από την ημέρα που ο εκπαιδευτικός  προαχθεί στον επόμενο βαθμό και σε κάθε περίπτωση από την έναρξη ισχύος του οικείου πίνακα.
Για να κριθεί προακτέος στον επόμενο βαθμό  ο εκπαιδευτικός θα πρέπει:
α) να έχει συμπληρώσει τον απαιτούμενο ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο προηγούμενο βαθμό,
β) να έχει αξιολογηθεί  ότι πέτυχε τουλάχιστον το 70% της στοχοθεσίας που έχει τεθεί (απόδοση, διοικητικές ικανότητες, συμπεριφορά στην υπηρεσία, κλπ.) για όλους τους βαθμούς έως το Β και 80%  τουλάχιστον για τον Α                       και
γ) να έχει προαχθεί  κανονικά στα Μ.Κ. του κατεχόμενου βαθμού του, χωρίς χρονικές απώλειες (κάθε χρονική υστέρηση στην απόδοση Μ.Κ. δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του ελάχιστου χρόνου παραμονής στο κατεχόμενο βαθμό).
Ο αριθμός των εκπαιδευτικών (και των υπολοίπων δημοσίων υπαλλήλων) που προάγονται στον επόμενο βαθμό καθορίζεται με βάση την προβλεπόμενη ποσόστωση.

• ΣΤ => Ε: έως 100%,
• Ε   => Δ: έως 90%,
• Δ   => Γ: έως 80%, ή έως το 72% όσων κατέχουν τους Βαθμούς ΣΤ, Ε & Δ
• Γ   => Β: έως 70%, ή έως το  50,40 % αυτών που βρίσκονται στους Βαθμούς ΣΤ, Ε, Δ & Γ
• Β   => Α: έως 30% ή έως το 15,12 %  όσων υπηρετούν στους προηγούμενους Βαθμούς
Τα ποσοστά προαγωγής από βαθμό σε βαθμό μπορούν μόνο να μειώνονται (σ.σ. με Υπουργική Απόφαση). Δεν καθορίζεται στο νόμο εάν τα ποσοστά αυτά  θα υπολογίζονται σε επίπεδο Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, Περιφέρειας ή πανελλαδικά. Κατά πάσα περίπτωση θα ισχύουν σε πανελλαδικό επίπεδο, αφού οι πίνακες προακτέων κυρώνονται από τον/την Υπουργό.
Για τη μισθολογική προαγωγή των εκπαιδευτικών υπάρχουν οι εξής περιορισμοί:
α). Αξιολόγηση επίτευξης του 50% τουλάχιστον της στοχοθεσίας, που θα ορίζεται κάθε έτος, για δύο συνεχή έτη. Με βάση αυτόν τον περιορισμό ο εκπαιδευτικός μπορεί να παραμείνει στάσιμος σε ένα Μ.Κ., εφόσον δεν επιτυγχάνει το 50% τουλάχιστον της στοχοθεσίας για δύο συνεχόμενα έτη. (π.χ. το 1ο έτος αξιολογείται με 55%, το 2ο με 48%, το 3ο με 51%, το 4ο με 45%, το 5ο με 55%, το 6ο με 42%, κλπ.).  Στην πράξη οι εκπαιδευτικοί θα εξαρτώνται από την ορθή κρίση και την αντικειμενικότητα των αξιολογητών τους. Κριτήρια όπως «η συμπεριφορά τους στην υπηρεσία» εξαρτώνται από την αντικειμενικότητα ή υποκειμενικότητα του αξιολογητή (Διευθυντή; Διευθυντή Εκπαίδευσης; Σχολικού Συμβούλου;).
β). Περιορισμός αριθμού Μ.Κ. σε κάθε βαθμό: ΣΤ => 1, Ε => 2 για ΠΕ & ΤΕ  / 3 για ΔΕ, Δ => 3 για ΠΕ & ΤΕ   / 4 για ΔΕ  και Γ => 4 για ΠΕ & ΤΕ / 5 για ΔΕ. Ο καθορισμός συγκεκριμένου αριθμού Μ.Κ. σε κάθε βαθμό ουσιαστικά θα καθηλώσει μισθολογικά  όλους τους εκπαιδευτικούς που για οποιονδήποτε λόγο θα παραμένουν στον ίδιο βαθμό  χωρίς να προάγονται. Αρκεί φυσικά να ισχύσει για την περίπτωσή τους το «σενάριο» που προαναφέρθηκε.
Ακόμη και στην ιδανική περίπτωση που  όλοι οι υπάλληλοι εξελίσσονται κανονικά και λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς  στις βαθμολογικές και μισθολογικές προαγωγές, που καθορίζονται από το νόμο, οι προβλεπόμενες μειώσεις μισθών στο σύνολο  των δημοσίων υπαλλήλων θα είναι πολύ μεγαλύτερες από το 24,75% που αποτελεί τον ονομαστικό μέσο όρο (πίνακας 3 & 4).
 
Για τους ήδη υπηρετούντες δημοσίους υπαλλήλους η κατάταξή τους με βάση το άρθρο 28 του νόμου 4024/2011 και τις προβλέψεις της  βαθμολογικής και μισθολογικής τους προαγωγής (άρθρο 29 σε συνδυασμό με το άρθρο 12), οι μειώσεις  στους μισθούς είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αρχικά και φαινομενικά προβλεπόμενες. Αυτό συμβαίνει γιατί αφενός μεν κατά την κατάταξή τους «αφαιρούνται» χρόνια πραγματικής προϋπηρεσίας, αφετέρου δε ορίζεται ότι μετά τη μισθολογική τους κατάταξη στο βαθμό κάθε πλεονάζον χρόνος «χάνεται» (πίνακες 5 & 6).
 
 
 
Από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους πίνακες γίνεται κατανοητό ότι με το νέο Βαθμολόγιο – Μισθολόγιο:
α).  το 10% των καταταγέντων εκπαιδευτικών στο βαθμό Ε (σ.σ. και των υπολοίπων δημοσίων υπαλλήλων) θα παραμείνει στάσιμο για όλο τον εργασιακό του βίο στο 2ο Μ.Κ. του βαθμού (926,29 ευρώ) και οι συνολικές ετήσιες απώλειές του θα είναι από 1.011,84 ευρώ στο 10 έτος υπηρεσίας  έως  7.509,12 ευρώ στο 35ο έτος.
β). το 32% των καταταγέντων εκπαιδευτικών στο βαθμό  Δ θα παραμείνει στάσιμο στο 2ο Μ.Κ. του βαθμού (1.046,65 ευρώ) και οι συνολικές ετήσιες απώλειές του θα είναι από 1.162,52 ευρώ στο 16 έτος υπηρεσίας  έως  6.064,80 ευρώ στο 35ο έτος.
γ). το 49,60% των καταταγέντων εκπαιδευτικών στο βαθμό Γ  θα παραμείνει στάσιμο στο 2ο Μ.Κ. του βαθμού (1.187,61 ευρώ) και οι συνολικές ετήσιες απώλειές του θα είναι από 1.794,48 ευρώ στο 22 έτος υπηρεσίας  έως  4.373,28 ευρώ στο 35ο έτος           και
δ). το 84,88% των καταταγέντων εκπαιδευτικών στο βαθμό Β θα παραμείνει στάσιμο σε αυτόν (1.337,15 ευρώ) και οι συνολικές ετήσιες απώλειές του θα είναι από 2.260,80 ευρώ στο 30 έτος υπηρεσίας  έως  2.578,80 ευρώ στο 35ο έτος

Σε ότι αφορά τις συντάξεις των εκπαιδευτικών που ήδη υπηρετούν, ο νόμος προβλέπει ότι  όσοι εξέλθουν -ενταχθούν σε συνταξιοδοτικό καθεστώς έως το 2015,  η σύνταξή τους υπολογίζεται με βάση όσα προβλέπει το παλιό βαθμολόγιο – μισθολόγιο. Μετά το 2015 οι συντάξεις θα υπολογίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του νέου Βαθμολογίου – Μισθολογίου.

Παναγιώτης Καταγής
Πρόεδρος Α΄ ΕΛΜΕ Γ΄ Αθήνας
Αιρετός ΠΥΣΔΕ Γ΄ Αθήνας
αν. Αιρετός ΚΥΣΔΕ
(τηλ.6972480671)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου