Στο αρχείο τέθηκε η προκαταρκτική έρευνα που διεξήγαγε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτης Μακρής για τους λόγους που οδήγησαν τους οικονομικούς εισαγγελείς Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρο Μουζακίτη να υποβάλλουν προ διημέρου επιστολή παραίτησης.
Ο αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ρητά αναφέρει, ότι από την έρευνα που διεξήγαγε δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε από οποιονδήποτε παρέμβαση στο έργο των δύο εισαγγελικών λειτουργών.
Η υποβολή του αιτήματος παραίτησης των κ.κ. Πεπόνη και Μουζακίτη, σύμφωνα με τον Φ. Μακρή οφείλεται στον παρορμητισμό τους και στην υπερβολική ευαισθησία τους.
Ο κ. Τέντες έχει ήδη διαβιβάσει το αίτημα αντικατάστασης (παραίτησης) των κ.κ. Πεπόνη και Μουζακίτη στον υπουργό Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Κατόπιν αυτών, είναι στην κρίση του υπουργού Δικαιοσύνης εάν θα αποδεχτεί ή όχι τις παραιτήσεις των δύο εισαγγελικών λειτουργών.
Σε καταφατική περίπτωση, δηλαδή που κάνει δεκτές τις παραιτήσεις, τότε ο κ. Παπαϊωάννου πρέπει να στείλει σχετικό ερώτημα, όπως λέγεται, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου για την αντικατάστασή τους.
Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου διευκρινίζει ότι το νομοθετικό πλαίσιο του Ν. 3943/2011 όσον αφορά το βαθμό του οικονομικού εισαγγελέα είναι μελετημένο και έχει λειτουργήσει μέχρι τώρα άριστα και κατά συνέπεια δεν υπάρχει λόγος για την τροποποίησή του.
Υπενθυμίζεται ότι το υπουργείο Οικονομικών είχε την πρόθεση να τροποποιήσει το νόμο 3943/2011 έτσι ώστε τη θέση των οικονομικών εισαγγελέων να καταλαμβάνουν (μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου) αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και όχι εισαγγελείς Εφετών, όπως είναι οι κ.κ. Πεπόνης και Μουζακίτης.
Παραμένουμε στις επάλξεις
Οι δύο εισαγγελείς προχώρησαν το πρωί της Παρασκευής ουσιαστικά στην ανάκληση των παραιτήσεών τους μετά τις διευκρινίσεις που έδωσαν προς τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Μακρή, στο γραφείο του οποίου παρέμειναν λιγότερο από 15 λεπτά.
Οι δύο εισαγγελείς προχώρησαν το πρωί της Παρασκευής ουσιαστικά στην ανάκληση των παραιτήσεών τους μετά τις διευκρινίσεις που έδωσαν προς τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Μακρή, στο γραφείο του οποίου παρέμειναν λιγότερο από 15 λεπτά.
«Δώσαμε ένα υπόμνημα, κοινό υπόμνημα με τον κ. Μουζακίτη στον κ. Μακρή, τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έχουμε εκθέσει ο,τι πρέπει να εκθέσουμε στο υπόμνημα και απερχόμεθα και ευχόμεθα καλή χρονιά", τόνισε ο κ. Πεπόνης κατά την έξοδό του από το γραφείο του αντεισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσθέτοντας: «Στη θέση μας μάς όρισε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και εξακολουθούμε ασκούντες τα καθήκοντά μας».
"Συνεχίζουμε στις επάλξεις μας και ο καθείς εφ ώ ετάχθη", συμπλήρωσε ο κ. Μουζακίτης.
Στο υπόμνημά τους οι κ.κ Πεπόνης και Μουζακίτης αναφέρουν:
"Οι υπογεγραμμένοι Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης και Σπυρίδων Μουζακίτης, εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και αναπληρωτής εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος, αντιστοίχως και εξ αφορμής της υπ' αριθμ. Πρωτ. 2682/28.12.2011 αναφοράς μας προς τον κ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλούμεν και διευκρινίζομεν τα κάτωθι:
Αναλάβαμε τα καθήκοντά μας, ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, έχοντας πλήρη επίγνωση των ιδιαζουσών δυσχερειών που θα αντιμετωπίζαμε, εκπληρώσαμε δε και συνεχίζομεν εκπληρούντες αυτά με υψηλόν εισαγγελικόν φρόνημα και ασυμβίβαστη μαχητικότητα. Ουδέποτε, τα ευλόγως αρνητικά για τον ελέγχοντα αισθήματα του ελεγχόμενου, απετέλεσαν κριτήριον και παράμετρον επηρεάζουσαν την σαφή, εκάστοτε στόχευση των εισαγγελικών ερευνών μας.
Αυτά, άλλωστε, συντρέχουν, αναπτύσσονται και εκδηλούνται σε όλες τις δικαστικές ενέργειες που έχουν σοβαρό διαγνωστικό αντικείμενο, συνιστούν δε συνηθέστατες και a priori υφιστάμενες παραμέτρους, που ο εισαγγελέας ως δεδομένες και αυτονόητες τις αντιπαρέρχεται ανεπηρέαστος και αδιάφορος.
Θα ήμασταν, αναντιλέκτως, ανάξιοι και ριψάσπιδες, εάν τα προεκτεθέντα αισθήματα και οι συναφείς ενδεχόμενες αντιδράσεις, έστω εκφεύγουσες των συνήθων πλαισίων δεοντολογίας, μας οδηγούσαν σε υποβολή παραιτήσεων και εγκατάλειψη της υπηρεσιακής μας αποστολής ημιτελούς, επί συγκεκριμένων σοβαρών εκκρεμών υποθέσεων.
Ουδέποτε το επράξαμε και ουδόλως τα υπαινιχθήκαμε με την κοινή, εν αρχή της παρούσης, αναφοράς μας.
Αντιθέτως, στην αναφορά αυτή, κατά τρόπον σαφέστατον, κατηγορηματικόν και μη επιδεχόμενον παρερμηνείες, εξειδικεύομεν και καταδεικνύομεν, ως λόγον της ενεργείας μας, την τεχνηέντως επιχειρηθείσαν νομοθετική κατάργησή μας, εξ αιτίας της φύσεως του αντικειμένου και των πολλαπλών-πολυεπίπεδων αντανακλάσεων των υπηρεσιακών πρωτοβουλιών και ενεργειών μας, που σαφέστατα πολλούς ενόχλησαν και ενέβαλαν εις ανησυχίαν και πολλοί θα επιθυμούσαν και θα εύχονταν να μην είχαν λάβει χώρα.
Το γεγονός έθετε και ανεδείκνυε ένα κρίσιμον και κεφαλαιώδες, θεσμικόν και ηθικόν, ζήτημα, απτόμενο ευθέως της λειτουργικής μας υποστάσεως και αποστολής.
Θα λειτουργούσαμε και δραστηριοποιούμαστε ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος υπό τον όρον της επιδοκιμασίας και εγκρίσεως των ενεργειών μας από αναρμοδίους και για άλλα τεταγμένους θεσμικώς, δηλαδή καθ' υπαγόρευσιν και δεν θα αναλαμβάναμε ελεγκτικές ενέργειες και πρωτοβουλίες, που δεν θα ήσαν αρεστές στους ανωτέρω, δηλαδή θα τελούσαμε ως εισαγγελείς υπό καθεστώς απαγορεύσεως;
Με την ενέργειά μας δώσαμε το στίγμα μας και αποκαλύψαμε το φρόνημά μας, ενώ παραλλήλως πέμψαμε έμπρακτο, απέριττο και σαφέστατο μήνυμα, στους ενδεχομένως φρονούντας και απεργαζομένους τα αντίθετα, για τους οποίους αδιαφορούμε παντελώς και εμφαντικώς τους αγνοούμε, από πλευράς εκπληρώσεως της υπηρεσιακής μας αποστολής και του διαφυλακτέου, ως κόρης οφθαλμού, δικαστικού ήθους και εισαγγελικού καθήκοντος.
Δεν θα εκτραπούμε από τον προεκτιθέμενο ουσιώδη πυρήνα της ενέργειάς μας και δεν θα χαθούμε σε δυσώδεις ατραπούς ονοματολογίας, αναλισκόμενοι σε ενασχόληση με το αυτονόητο και πασίδηλον, δυστυχώς, της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Δεν έχει νόημα, άλλωστε, να επικεντρωθούμε και εστιάσωμε σε κάτι που ναι μεν συμβαίνει (και είναι γνωστό σε όλους ότι συμβαίνει), ουδόλως όμως μας επηρεάζει στην δικαστική υπηρεσιακή μας αποστολή, αγνοώντας παραλλήλως και παραγνωρίζοντας εκείνο το οποίο δεν μας επηρεάζει απλώς, αλλά κυριολεκτικώς μας εξουδετερώνει και μας καταργεί.
Δεν μας απασχολεί το θέμα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά το αντιμετωπίζουμε και το βιώνουμε ως μέγα και αποκλειστικώς θεσμικό ζήτημα, απτόμενο του κρίσιμου ερωτήματος της δυνατότητας τελεσφόρου δικαιοδοτικής λειτουργίας, η έλλειψη ή παρεμπόδιση της οποίας ουδεμία σχέση έχει με ευνοούμενη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου